Η Ελληνική Νομαρχία "Λόγος Περί Ελευθερίας" γράφτηκε το 1806 και αποτέλεσε το ιδεολογικό μανιφέστο της Επαναστάσεως των Ελλήνων ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο "Λόγος Περί Ελευθερίας", αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα έργα που γράφτηκαν την συγκεκριμένη περίοδο. Ο Αδαμάντιος Κοραής στο παρακάτω απόσπασμα από το συγκεκριμένο έργο, επεξηγεί ακριβώς τις αντιθέσεις που είχαν οι υποδουλωμένοι Έλληνες με το Πατριαρχείο και την αντίθετη στάση του πριν και κατά την πορεία αυτών προς την Ελευθερία...
Α΄ ΣΤΑΣΙΣ
Ω συ μιαρά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, εις τι ομοιάζεις; Ήθελα να ξεύρω από σε τώρα όπου σε ερωτώ, εις τι, λέγω, ομοιάζεις τους ιερούς και θείους αποστόλους του λόγου της σοφίας του Ιησού Χριστού; Ίσως στην αφιλοκέρδεια, όπου εκείνοι εκήρυττον; Άλλ’ εσύ είσαι γεμάτη από χρήματα, όπου καθημερινώς κλέπτεις από τους ταλαίπωρους χριστιανούς. Ίσως την εγκράτεια και χαλιναγωγία των παθών; Άλλ’ εις ποίον μεγάλον ξεφάντωμα δεν ευρίσκεται μέρος από τους συγκλήτους σου, και ποιος από αυτούς δεν λατρεύει δύο και τρεις αρχόντισσας με άκραν αναισχυντίαν και σχεδόν φανερά;
Μήπως τούς ομοιάζεις εις την ευλάβειαν των προς την θρησκείαν; Αλλά ποιος δεν γνωρίζει την άκραν ανευλάβειάν σου και ποίος δεν ηξεύρει πόσον γελοιωδώς και χλευαστικώς εκτελείς τας ιερουργίας; Εις τι λοιπόν τους ομοιάζεις; Εις την φιλανθρωπότητα; Εσύ τους πτωχούς δεν καταδέχεσαι ούτε καν να τους δής, ουχί δε να τους βοηθήσης. Η λύσσα σου δια τα χρήματα είναι απερίγραπτος. Τους ομοιάζεις ίσως εις την φιλαδελφότητα, εις την ομόνοια, εις την επάλληλον αγάπην; Αλλά ποίος δεν γνωρίζει πόσον προσπαθεί ο ένας να βλάψη τον αλλον; Εις τι λοιπόν τους ομοιάζεις; Βέβαια, εις ουδέν. Ω της δυστυχίας σας άνθρωποι βάρβαροι και μωροί. Έπρεπε νά ξαναγυρίσει ο Χριστός, δια να σας φωτίση, επειδή εσείς ούτε καν στοχάζεστε να ανοίξητε ποτέ εν βιβλίο, δια να λαμπρύνητε τον εσκοτισμένο σας νούν.
Συ, λοιπόν, ω Σύνοδος, αγκαλά και να φέρεις τους τίτλους της αγιωσύνης και τα σημεία της αρετής, ουχί, ουχί, ποσώς δεν ομοιάζεις τα υποκείμενα, όπου προσπαθείς να παρησιάσης. Συ είσαι μία μάνδρα λύκων, όπου δεν υπακούεις τον ποιμένα σου και κατατρώγεις τα αθώα και πολλά ήμερα πρόβατα της ορθοδόξου εκκλησίας....
Στην Κωνσταντινούπολιν, λοιπόν, ευρίσκεται ο πατριάρχης και η Σύνοδος. Ο πρώτος ονομάζεται οικουμενικός. Και αν άλλο δεν σημαίνει αυτός ο γελοιώδης τίτλος μαζί με τους τόσους άλλους όπου λαμβάνει, φανερώνει όμως, ότι οι άλλοι τρεις πατριάρχαι υπόκεινται εις αυτόν.
Β΄ ΣΤΑΣΙΣ
Αυτός λοιπόν (δηλαδή ο Πατριάρχης), διαμοιράζει εις όλες τις επαρχίες του οθωμανικού κράτους, και πολλάκις πέμπει και εκεί οπού δεν είναι χριστιανοί, τόσες εκατοντάδες αρχιεπισκόπους, εξ ων ο καθείς έχει τέσσαρες ή πέντε επισκοπές, στις οποίες πέμπει και αυτός τόσους επισκόπους. Αυτό είναι το σύστημα της εκκλησιαστικής αρχής, ο τρόπος δε της διοικήσεως είναι ο ακόλουθος:
Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικό θρόνο από τον οθωμανικό αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώσει περισσότερο κέρδος, και τον αγοραστή τον ονομάζει πατριάρχη. Αυτός, λοιπόν, δια να ξαναλάβει τα όσα εδανείσθη δια την αγορά του θρόνου, πωλεί τις επαρχίες, στις αρχιεπισκοπές, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσει και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσει των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαό, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός.
Η πρώτη έγνοια του πατριάρχη, είναι να αποκτήσει την φιλία των φίλων της Συνόδου, όπου ως επί το πλείστον, είναι οι γυναίκες των πρώτων αρχόντων, πλουσίων αμαθών του Φαναρίου. Και αυτό το κάμνει δια δύο αίτια: Πρώτον μεν, δια να ήμπορει να κλέπτη με περισσότερο θάρρος, δεύτερον δε να κλέπτει δια περισσότερο καιρόν, ωσάν όπου αυτή η Σύνοδος έχει όλα τα μέσα στην οθωμανική δυναστεία, και εξακολούθως, όταν ο πατριάρχης δεν της αρέσκει, ευθύς τον εξορίζει. Και δεν της αρέσκει πάντοτε, όταν δεν ομογνωμεί με αυτήν, και όταν δεν υπογράφει, χωρίς να αναγνώσει ο,τι γράμμα του παραδώσει.
Η υπερηφάνεια και διεστραμμένη ψυχή αυτών των δώδεκα μωρών της Συνόδου τους εμποδίζει από το να στοχασθώσι την φοράν, οπού προξενούσι εις τον λαό με τα μεγαλώτατα έξοδα των συχνών αλλαγών των πατριαρχών, και άλλο δεν ενθυμούνται, παρά ότι, όσα εξοδεύσουν, τα ξαναλαμβάνουν από τον νεόφυτο, και πάντοτε με το διάφορον τους. Αλλά που να διηγηθώ, όσα η μιαρά των ψυχή εφευρίσκει! Φθάνει λοιπόν να ξέρετε, ότι, όσα και να κάμνωσι, τα κάμνωσι δια χρημάτων, και πληρώνοντάς τους τινάς ημπορεί να λάβη την συγχώρησιν δια κάθε αμάρτημα. Τόσον εβαρβαρώθη η κλάσις της ιεροσύνης των Ελλήνων. Προς τούτοις ο αρχιεπίσκοπος πωλεί τας ενορίας της πόλεως ούτινος ιερέως θελήσει, και έπειτα εξορεί όποιον θέλη από αυτούς, και ξαναπωλεί την ενορία αλλού, δια να του κάμη το ίδιον ύστερα απ’ ολίγον. Κάθε τόσον τους ζητεί δάνεια, και ποτέ δεν τους τα επιστρέφει. Κανείς δεν τολμεί να αντισταθεί εις τους λόγους του, επειδή ευθύς τον αφορίζει και έπειτα τον εξορεί και λαμβάνει την περιουσία του. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον ενεργούσι τα ηδύτατα εντάλματα του Χριστού.
Πώς άραγε ζώσιν αυτοί οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και ποίαι είσίν αι αρεταί των; Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νυκτα καί δύο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνο, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα έργα, όπου τινάς ημπορεί να στοχασθεί. Και ούτως εις τον βόρβορο της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες.
Ο χορός των επισκόπων εξακολουθεί μετά τους αρχιεπισκόπους. Αυτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, ίσως χειρότεροι από τους πρώτους, επειδή κυριεύουσι τους χωρικούς και ιδιώτες. Ανεκδιήγητα είναι τα ανομήματα των και η σκληρότητα των διαπερνά κατά πολλά εκείνη της ίδιας παρδάλεως. Αυτοί πέμπουσι τόσους ληστάς, δια να ειπώ έτσι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδουσι τον τίτλο του πρωτοσυγκέλλου ή του αρχιμανδρίτου άλλου τινός τάγματος, οι οποίοι άλλο δεν ξεύρουν, παρά να γράφουν ονόματα των χριστιανών με όλη την ανορθογραφία.
Αυτοί, λοιπόν, περιφέρονται εις όλα τα χωρία της επισκοπής και με άκραν ασπλαγχνία εκδύουσι τους πολλά αθώους χωριάτας, και μάλιστα τας γυναίκας. Όταν δεν τοις ευρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος αρπάζουσι εν φόρεμα, τίνος εν εργαλείο της γεωργικής, τίνος εν στολίδι της γυναίκας του, και φθάνουν να τους παίρνουν ως και τα δοχεία των φαγητών. Από άλλους πάλιν λαμβάνουν τόσα κιλά σιτάρι, τόσο κρασί. Με ένα λόγο τους γυμνώνουν, και έπειτα τους ευλογούν και φεύγουν. Πολλάκις δε περιέρχεται ο ίδιος επίσκοπος στα χωρία, και τότε πλέον ακολουθούν τα χειρότερα. Αυτός ο αναίσχυντος και βάρβαρος και αμαθέστατος άνθρωπος, αφού τρώγει δι' όσας ημέρας μένει εις το χωρίον από την πτωχή κοινότητα, αφού αρπάζει όσα περισσότερα δυνηθή, τότε αφορίζει ένα δύο, και άλλους τόσους κάμνει παπάδες, και έπειτα φεύγει.
Μετά των Επισκόπων, λοιπόν, έρχονται εκείνοι οι πρωτοσύγκελλοι, οι αρχιμανδρίτες και οι πνευματικοί, οι οποίοι στέλλονται από τα μοναστήρια με κάποιας πανταχούσας. Αυτοί είναι αναρίθμητοι, επειδή δεν ευρίσκεται πόλις χωρίον, οποίο να μην φυλάττη ένα ή δύο από αυτούς τούς λαοκλέπτας, οι οποίοι παρουσιάζονται εις τον αρχιερέα και αγοράζουν παρ' αυτού την άδειαν του κλεψίματος, και έπειτα, με άκρα αυθάδεια, αρχινούσιν από σπίτι εις σπίτι, να ζητούσιν ελεημοσύνη, και εκδύουσιν εξόχως τας γυναίκας, όσον ημπορούσι.
Γ΄ ΣΤΑΣΙΣ
Εκατό χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια. όπου πανταχοθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρό, τρώγωσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους, δια να αρπάζουν και ξεσχίζουν τα αθώα και ιλαρά πρόβατα της ποίμνης τους. Ιδού, ω Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος.
Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν ελευθερία, τους φαίνεται μία αθανάσιμος αμαρτία. Τι λοιπόν διδάσκουσι τον απλούστατον λαό; Τι στοχάζεσθε να λέγωσιν οι ιεροκήρυκες έπ' εκκλησίας; Φέρουσιν ίσως τας παραβολάς του Ευαγγελίου, δια να παρακινήσωσιν τους ακροατές εις την ομόνοια; Μας είπον ποτέ ποίοι ήταν, και πόθεν κατάγονται; Μας ανέφερον ποτέ πως διοικείται ο κόσμος και οποία είναι η καλλιτέρα διοίκησις; Μας εξήγησαν ποτέ τι εστί αρετή, και οποία είναι τα μέσα δια να την αποκτήση τινάς, και ποτέ λάμπει ή αρετή; Και ποίος να μας τα είπη, αν δεν τα λέγουσιν αυτοί;
Φεϋ! βαβαί της αθλιότητας μας! Οι ιεροκήρυκες αρχινούν από την ελεημοσύνη και τελειώνουν εις την νηστεία. Πώς θέλεις λοιπόν να ξυπνήσουν οι Έλληνες από την ομίχλη της τυραννίας; Ω άνθρωποι, όντως βάρβαροι, χυδαίοι και εχθροί φανεροί της πατρίδος μας, πως κάμνετε με την αμάθεια σας και τινάς να βλασφημώσι; Ω εχθροί της αληθείας! Δεν βλέπετε, ότι με αυτήν την κακήν σας παρηγορίαν υποχρεώνετε τους Έλληνες, αντί να μισήσουν την τυραννία και να προσπαθήσουν να ελευθερωθούν, εξ εναντίας να την αγαπώσι, και μάλιστα, να νομίζωνται εύτυχείς πιστεύοντες από απλότητα των, ότι παιδεύονται εις την παρούσαν ζωήν, δια να αποκτήσουν τον παράδεισο; Ποίος Εσκαριώτης σας έβαλε εις τον νουν, να προφέρητε τοιαύτην παρηγορίαν, όταν δεν ηξεύρετε να την εξηγήσητε, ω αναίσχυντοι; Τα αμαρτήματα, ίσως, παιδεύονται μέ άλλα αμαρτήματα, ω άφρονες; Δεν στοχάζεσθε, πόσον ατιμείτε και τον εαυτόν σας και την Εκκλησίαν με τους παραλογισμούς σας;
Ω αδελφοί μου Έλληνες, ίσως δεν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν έχουσι τα λόγια των καλογήρων και των πνευματικών εις τας ψυχάς των απλουστάτων ακροατών. Πόσον γρηγορώτερα ηθέλαμεν ελευθερωθή από τον οθωμανικόν ζυγόν, εάν οι πνευματικοί δεν ήταν αμαθείς, καθώς είναι, και αv εδίδασκον εις την εξομολόγησιν με γλυκά λόγια την αλήθεια και την αρετή, την ελευθερία και την ομόνοια, και όλα τα μέσα της ανθρωπίνης ευτυχίας. Αλλά ποίους να φωτίσουν οι εσκοτισμένοι και να διδάξουν οι αμαθείς; Ας σιωπήσουν το λοιπόν, αν δεν ηξεύρουν τι να ειπούν.
Και εσείς, οι επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι, παύσατε, δια όνομα του Θεού, παύσατε πλέον από το να χειροτονήσετε ιερείς, και μη, φοβούμενοι να πτωχύνει η εκκλησία του Χριστού από υπηρέτες, την γεμίζετε από αναξιωτάτους σκλάβους. Μάλιστα δε συ, ω πατριάρχα, οπού ως κεφαλή της εκκλησίας σέβεσαι παρά πάντων και τιμάσαι, προσπάθησε να διορθώσεις τα κακά, όπου προξένησε η αμέλειά σου. Έκλεξον αρχιερείς τους σοφούς και ενάρετους, κατεδάφισε όλα τα μοναστήρια, δια να ολιγοστεύσης τα βάρη του λαού, διόρθωσε μερικές συνήθειες της θρησκείας, όπου την σήμερον φανερώς βλάπτουσι κατά πολλά τούς χριστιανούς. Υποχρέωσε όλους τους καλογήρους, να υπάγουν να σπουδάξουν εις τα σχολεία και να μεταχειρισθούν εκείνον τον καιρόν, όπου εξοδεύουσι εις το να περιφέρωνται από σπίτι σε σπίτι, εις την μελέτη των σοφών της εκκλησίας και εις τον ορθόν λόγον. Πρόσταξε να μένουν τα λείψανα των αγίων εις τας εκκλησίας και να μην αποκαταστώνται είδος εμπορίου. Εμπόδισε τα θαύματα, δια να εξαλείψεις την δεισιδαιμονίαν. Βγάλε από την υπηρεσία της εκκλησίας τις γυναίκες, δια να ολιγοστεύσουν τα αμαρτήματα των καλογήρων. Και κάμε, τέλος πάντων, μίαν φοράν το χρέος σου, δια να φανής πιστός δούλος και επίτροπος αληθής του Χριστού. Τότε το ιερατείο, όπου σήμερον ο φιλόσοφος και ενάρετος κατηγορεί και αποστρέφεται, θέλει σέβεται και επαινεί.
Αδαμάντιος Κοραής
"Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τούς χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε δια δικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους." ("Αγιος" Κοσμάς ο Αιτωλός)
Πηγή:
Α΄ ΣΤΑΣΙΣ
Ω συ μιαρά Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, εις τι ομοιάζεις; Ήθελα να ξεύρω από σε τώρα όπου σε ερωτώ, εις τι, λέγω, ομοιάζεις τους ιερούς και θείους αποστόλους του λόγου της σοφίας του Ιησού Χριστού; Ίσως στην αφιλοκέρδεια, όπου εκείνοι εκήρυττον; Άλλ’ εσύ είσαι γεμάτη από χρήματα, όπου καθημερινώς κλέπτεις από τους ταλαίπωρους χριστιανούς. Ίσως την εγκράτεια και χαλιναγωγία των παθών; Άλλ’ εις ποίον μεγάλον ξεφάντωμα δεν ευρίσκεται μέρος από τους συγκλήτους σου, και ποιος από αυτούς δεν λατρεύει δύο και τρεις αρχόντισσας με άκραν αναισχυντίαν και σχεδόν φανερά;
Μήπως τούς ομοιάζεις εις την ευλάβειαν των προς την θρησκείαν; Αλλά ποιος δεν γνωρίζει την άκραν ανευλάβειάν σου και ποίος δεν ηξεύρει πόσον γελοιωδώς και χλευαστικώς εκτελείς τας ιερουργίας; Εις τι λοιπόν τους ομοιάζεις; Εις την φιλανθρωπότητα; Εσύ τους πτωχούς δεν καταδέχεσαι ούτε καν να τους δής, ουχί δε να τους βοηθήσης. Η λύσσα σου δια τα χρήματα είναι απερίγραπτος. Τους ομοιάζεις ίσως εις την φιλαδελφότητα, εις την ομόνοια, εις την επάλληλον αγάπην; Αλλά ποίος δεν γνωρίζει πόσον προσπαθεί ο ένας να βλάψη τον αλλον; Εις τι λοιπόν τους ομοιάζεις; Βέβαια, εις ουδέν. Ω της δυστυχίας σας άνθρωποι βάρβαροι και μωροί. Έπρεπε νά ξαναγυρίσει ο Χριστός, δια να σας φωτίση, επειδή εσείς ούτε καν στοχάζεστε να ανοίξητε ποτέ εν βιβλίο, δια να λαμπρύνητε τον εσκοτισμένο σας νούν.
Συ, λοιπόν, ω Σύνοδος, αγκαλά και να φέρεις τους τίτλους της αγιωσύνης και τα σημεία της αρετής, ουχί, ουχί, ποσώς δεν ομοιάζεις τα υποκείμενα, όπου προσπαθείς να παρησιάσης. Συ είσαι μία μάνδρα λύκων, όπου δεν υπακούεις τον ποιμένα σου και κατατρώγεις τα αθώα και πολλά ήμερα πρόβατα της ορθοδόξου εκκλησίας....
Στην Κωνσταντινούπολιν, λοιπόν, ευρίσκεται ο πατριάρχης και η Σύνοδος. Ο πρώτος ονομάζεται οικουμενικός. Και αν άλλο δεν σημαίνει αυτός ο γελοιώδης τίτλος μαζί με τους τόσους άλλους όπου λαμβάνει, φανερώνει όμως, ότι οι άλλοι τρεις πατριάρχαι υπόκεινται εις αυτόν.
Β΄ ΣΤΑΣΙΣ
Αυτός λοιπόν (δηλαδή ο Πατριάρχης), διαμοιράζει εις όλες τις επαρχίες του οθωμανικού κράτους, και πολλάκις πέμπει και εκεί οπού δεν είναι χριστιανοί, τόσες εκατοντάδες αρχιεπισκόπους, εξ ων ο καθείς έχει τέσσαρες ή πέντε επισκοπές, στις οποίες πέμπει και αυτός τόσους επισκόπους. Αυτό είναι το σύστημα της εκκλησιαστικής αρχής, ο τρόπος δε της διοικήσεως είναι ο ακόλουθος:
Η Σύνοδος αγοράζει τον πατριαρχικό θρόνο από τον οθωμανικό αντιβασιλέα δια μίαν μεγάλη ποσότητα χρημάτων, έπειτα τον πωλεί ούτινος της δώσει περισσότερο κέρδος, και τον αγοραστή τον ονομάζει πατριάρχη. Αυτός, λοιπόν, δια να ξαναλάβει τα όσα εδανείσθη δια την αγορά του θρόνου, πωλεί τις επαρχίες, στις αρχιεπισκοπές, ούτινος δώσει περισσοτέραν ποσότητα, και ούτως σχηματίζει τους αρχιεπισκόπους, οι οποίοι πωλώσει και αυτοί εις άλλους τας επισκοπάς των. Οι δε επίσκοποι τας πωλώσει των χριστιανών, δηλαδή γυμνώνουσι τον λαό, δια να εβγάλωσι τα όσα εξώδευσαν. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον εκλέγονται των διαφόρων ταγμάτων τα υποκείμενα, δηλαδή ο χρυσός.
Η πρώτη έγνοια του πατριάρχη, είναι να αποκτήσει την φιλία των φίλων της Συνόδου, όπου ως επί το πλείστον, είναι οι γυναίκες των πρώτων αρχόντων, πλουσίων αμαθών του Φαναρίου. Και αυτό το κάμνει δια δύο αίτια: Πρώτον μεν, δια να ήμπορει να κλέπτη με περισσότερο θάρρος, δεύτερον δε να κλέπτει δια περισσότερο καιρόν, ωσάν όπου αυτή η Σύνοδος έχει όλα τα μέσα στην οθωμανική δυναστεία, και εξακολούθως, όταν ο πατριάρχης δεν της αρέσκει, ευθύς τον εξορίζει. Και δεν της αρέσκει πάντοτε, όταν δεν ομογνωμεί με αυτήν, και όταν δεν υπογράφει, χωρίς να αναγνώσει ο,τι γράμμα του παραδώσει.
Η υπερηφάνεια και διεστραμμένη ψυχή αυτών των δώδεκα μωρών της Συνόδου τους εμποδίζει από το να στοχασθώσι την φοράν, οπού προξενούσι εις τον λαό με τα μεγαλώτατα έξοδα των συχνών αλλαγών των πατριαρχών, και άλλο δεν ενθυμούνται, παρά ότι, όσα εξοδεύσουν, τα ξαναλαμβάνουν από τον νεόφυτο, και πάντοτε με το διάφορον τους. Αλλά που να διηγηθώ, όσα η μιαρά των ψυχή εφευρίσκει! Φθάνει λοιπόν να ξέρετε, ότι, όσα και να κάμνωσι, τα κάμνωσι δια χρημάτων, και πληρώνοντάς τους τινάς ημπορεί να λάβη την συγχώρησιν δια κάθε αμάρτημα. Τόσον εβαρβαρώθη η κλάσις της ιεροσύνης των Ελλήνων. Προς τούτοις ο αρχιεπίσκοπος πωλεί τας ενορίας της πόλεως ούτινος ιερέως θελήσει, και έπειτα εξορεί όποιον θέλη από αυτούς, και ξαναπωλεί την ενορία αλλού, δια να του κάμη το ίδιον ύστερα απ’ ολίγον. Κάθε τόσον τους ζητεί δάνεια, και ποτέ δεν τους τα επιστρέφει. Κανείς δεν τολμεί να αντισταθεί εις τους λόγους του, επειδή ευθύς τον αφορίζει και έπειτα τον εξορεί και λαμβάνει την περιουσία του. Και ούτος εστίν ο τρόπος, με τον οποίον ενεργούσι τα ηδύτατα εντάλματα του Χριστού.
Πώς άραγε ζώσιν αυτοί οι αρχιεπίσκοποι εις τας μητροπόλεις των και ποίαι είσίν αι αρεταί των; Τρώγωσι και πίνωσι ως χοίροι. Κοιμώνται δεκατέσσαρας ώρας τήν νυκτα καί δύο ώρας μετά το μεσημέρι. Λειτουργούσι δύο φοράς τον χρόνο, και όταν δεν τρώγωσι, δεν πίνωσι, δεν κοιμώνται, τότε κατεργάζονται τα πλέον αναίσχυντα έργα, όπου τινάς ημπορεί να στοχασθεί. Και ούτως εις τον βόρβορο της αμαρτίας και εις την ιδίαν ακρασίαν θησαυρίζουσι χρήματα, και οι αναστεναγμοί του λαού είναι προς αυτούς τόσοι ζέφυρες.
Ο χορός των επισκόπων εξακολουθεί μετά τους αρχιεπισκόπους. Αυτοί, πάλιν, είναι άλλοι λύκοι, ίσως χειρότεροι από τους πρώτους, επειδή κυριεύουσι τους χωρικούς και ιδιώτες. Ανεκδιήγητα είναι τα ανομήματα των και η σκληρότητα των διαπερνά κατά πολλά εκείνη της ίδιας παρδάλεως. Αυτοί πέμπουσι τόσους ληστάς, δια να ειπώ έτσι, εις τα χωρία της επισκοπής των, και τους δίδουσι τον τίτλο του πρωτοσυγκέλλου ή του αρχιμανδρίτου άλλου τινός τάγματος, οι οποίοι άλλο δεν ξεύρουν, παρά να γράφουν ονόματα των χριστιανών με όλη την ανορθογραφία.
Αυτοί, λοιπόν, περιφέρονται εις όλα τα χωρία της επισκοπής και με άκραν ασπλαγχνία εκδύουσι τους πολλά αθώους χωριάτας, και μάλιστα τας γυναίκας. Όταν δεν τοις ευρίσκουσι χρήματα, τότε τίνος αρπάζουσι εν φόρεμα, τίνος εν εργαλείο της γεωργικής, τίνος εν στολίδι της γυναίκας του, και φθάνουν να τους παίρνουν ως και τα δοχεία των φαγητών. Από άλλους πάλιν λαμβάνουν τόσα κιλά σιτάρι, τόσο κρασί. Με ένα λόγο τους γυμνώνουν, και έπειτα τους ευλογούν και φεύγουν. Πολλάκις δε περιέρχεται ο ίδιος επίσκοπος στα χωρία, και τότε πλέον ακολουθούν τα χειρότερα. Αυτός ο αναίσχυντος και βάρβαρος και αμαθέστατος άνθρωπος, αφού τρώγει δι' όσας ημέρας μένει εις το χωρίον από την πτωχή κοινότητα, αφού αρπάζει όσα περισσότερα δυνηθή, τότε αφορίζει ένα δύο, και άλλους τόσους κάμνει παπάδες, και έπειτα φεύγει.
Μετά των Επισκόπων, λοιπόν, έρχονται εκείνοι οι πρωτοσύγκελλοι, οι αρχιμανδρίτες και οι πνευματικοί, οι οποίοι στέλλονται από τα μοναστήρια με κάποιας πανταχούσας. Αυτοί είναι αναρίθμητοι, επειδή δεν ευρίσκεται πόλις χωρίον, οποίο να μην φυλάττη ένα ή δύο από αυτούς τούς λαοκλέπτας, οι οποίοι παρουσιάζονται εις τον αρχιερέα και αγοράζουν παρ' αυτού την άδειαν του κλεψίματος, και έπειτα, με άκρα αυθάδεια, αρχινούσιν από σπίτι εις σπίτι, να ζητούσιν ελεημοσύνη, και εκδύουσιν εξόχως τας γυναίκας, όσον ημπορούσι.
Γ΄ ΣΤΑΣΙΣ
Εκατό χιλιάδες, και ίσως περισσότεροι, μαυροφορεμένοι ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων. Τόσαι εκατοντάδες μοναστήρια. όπου πανταχοθεν ευρίσκονται, είναι τόσαι πληγαί εις την πατρίδα, επειδή, χωρίς να την ωφελήσουν εις το παραμικρό, τρώγωσι τους καρπούς της και φυλάττουσι τους λύκους, δια να αρπάζουν και ξεσχίζουν τα αθώα και ιλαρά πρόβατα της ποίμνης τους. Ιδού, ω Έλληνες, αγαπητοί μου αδελφοί, η σημερινή αθλία και φοβερά κατάστασις του ελληνικού ιερατείου, και η πρώτη αιτία όπου αργοπορεί την ελευθέρωσιν της Ελλάδος.
Αυτοί οι αμαθέστατοι, αφού ακούσουν ελευθερία, τους φαίνεται μία αθανάσιμος αμαρτία. Τι λοιπόν διδάσκουσι τον απλούστατον λαό; Τι στοχάζεσθε να λέγωσιν οι ιεροκήρυκες έπ' εκκλησίας; Φέρουσιν ίσως τας παραβολάς του Ευαγγελίου, δια να παρακινήσωσιν τους ακροατές εις την ομόνοια; Μας είπον ποτέ ποίοι ήταν, και πόθεν κατάγονται; Μας ανέφερον ποτέ πως διοικείται ο κόσμος και οποία είναι η καλλιτέρα διοίκησις; Μας εξήγησαν ποτέ τι εστί αρετή, και οποία είναι τα μέσα δια να την αποκτήση τινάς, και ποτέ λάμπει ή αρετή; Και ποίος να μας τα είπη, αν δεν τα λέγουσιν αυτοί;
Φεϋ! βαβαί της αθλιότητας μας! Οι ιεροκήρυκες αρχινούν από την ελεημοσύνη και τελειώνουν εις την νηστεία. Πώς θέλεις λοιπόν να ξυπνήσουν οι Έλληνες από την ομίχλη της τυραννίας; Ω άνθρωποι, όντως βάρβαροι, χυδαίοι και εχθροί φανεροί της πατρίδος μας, πως κάμνετε με την αμάθεια σας και τινάς να βλασφημώσι; Ω εχθροί της αληθείας! Δεν βλέπετε, ότι με αυτήν την κακήν σας παρηγορίαν υποχρεώνετε τους Έλληνες, αντί να μισήσουν την τυραννία και να προσπαθήσουν να ελευθερωθούν, εξ εναντίας να την αγαπώσι, και μάλιστα, να νομίζωνται εύτυχείς πιστεύοντες από απλότητα των, ότι παιδεύονται εις την παρούσαν ζωήν, δια να αποκτήσουν τον παράδεισο; Ποίος Εσκαριώτης σας έβαλε εις τον νουν, να προφέρητε τοιαύτην παρηγορίαν, όταν δεν ηξεύρετε να την εξηγήσητε, ω αναίσχυντοι; Τα αμαρτήματα, ίσως, παιδεύονται μέ άλλα αμαρτήματα, ω άφρονες; Δεν στοχάζεσθε, πόσον ατιμείτε και τον εαυτόν σας και την Εκκλησίαν με τους παραλογισμούς σας;
Ω αδελφοί μου Έλληνες, ίσως δεν καταλαμβάνετε πόσην δύναμιν έχουσι τα λόγια των καλογήρων και των πνευματικών εις τας ψυχάς των απλουστάτων ακροατών. Πόσον γρηγορώτερα ηθέλαμεν ελευθερωθή από τον οθωμανικόν ζυγόν, εάν οι πνευματικοί δεν ήταν αμαθείς, καθώς είναι, και αv εδίδασκον εις την εξομολόγησιν με γλυκά λόγια την αλήθεια και την αρετή, την ελευθερία και την ομόνοια, και όλα τα μέσα της ανθρωπίνης ευτυχίας. Αλλά ποίους να φωτίσουν οι εσκοτισμένοι και να διδάξουν οι αμαθείς; Ας σιωπήσουν το λοιπόν, αν δεν ηξεύρουν τι να ειπούν.
Και εσείς, οι επίσκοποι και αρχιεπίσκοποι, παύσατε, δια όνομα του Θεού, παύσατε πλέον από το να χειροτονήσετε ιερείς, και μη, φοβούμενοι να πτωχύνει η εκκλησία του Χριστού από υπηρέτες, την γεμίζετε από αναξιωτάτους σκλάβους. Μάλιστα δε συ, ω πατριάρχα, οπού ως κεφαλή της εκκλησίας σέβεσαι παρά πάντων και τιμάσαι, προσπάθησε να διορθώσεις τα κακά, όπου προξένησε η αμέλειά σου. Έκλεξον αρχιερείς τους σοφούς και ενάρετους, κατεδάφισε όλα τα μοναστήρια, δια να ολιγοστεύσης τα βάρη του λαού, διόρθωσε μερικές συνήθειες της θρησκείας, όπου την σήμερον φανερώς βλάπτουσι κατά πολλά τούς χριστιανούς. Υποχρέωσε όλους τους καλογήρους, να υπάγουν να σπουδάξουν εις τα σχολεία και να μεταχειρισθούν εκείνον τον καιρόν, όπου εξοδεύουσι εις το να περιφέρωνται από σπίτι σε σπίτι, εις την μελέτη των σοφών της εκκλησίας και εις τον ορθόν λόγον. Πρόσταξε να μένουν τα λείψανα των αγίων εις τας εκκλησίας και να μην αποκαταστώνται είδος εμπορίου. Εμπόδισε τα θαύματα, δια να εξαλείψεις την δεισιδαιμονίαν. Βγάλε από την υπηρεσία της εκκλησίας τις γυναίκες, δια να ολιγοστεύσουν τα αμαρτήματα των καλογήρων. Και κάμε, τέλος πάντων, μίαν φοράν το χρέος σου, δια να φανής πιστός δούλος και επίτροπος αληθής του Χριστού. Τότε το ιερατείο, όπου σήμερον ο φιλόσοφος και ενάρετος κατηγορεί και αποστρέφεται, θέλει σέβεται και επαινεί.
Αδαμάντιος Κοραής
"Τριακόσιους χρόνους μετά την Ανάστασιν του Χριστού μας έστειλεν ο Θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερον το εσήκωσεν ο Θεός από τούς χριστιανούς και έφερε τον Τούρκον και του το έδωσε δια δικόν μας καλόν, και το έχει ο Τούρκος 320 χρόνους." ("Αγιος" Κοσμάς ο Αιτωλός)
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου