"Απ΄ τα άγρια θηρία το χειρότερο δάγκωμα το κάνει ο συκοφάντης "
Διογένης από τη Σινώπη 400 - 325 π.χ
Μέγεθος γραμμάτων
+ + + + +
Share |

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης το Λιοντάρι του Μοριά !

Print this post
4 Φεβρουαρίου: Επέτειος Μνήμης και Τίμης του Μεγάλου Επαναστάτη
Σαν σήμερα, 4 Φεβρουαρίου 1843, πεθαίνει στην Αθήνα ο μεγάλος Έλληνας και Επαναστάτης Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Το «Λιοντάρι του Μοριά» υπήρξε θρυλική μορφή που έδρασε κατά τον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα του 1821. Γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας το 1770. Έμεινε ορφανός σε ηλικία 10 ετών το 1780. Από πολύ μικρός, μόλις 15 ετών, προσχώρησε στην ομοσπονδία Ζαχαρία ξεκινώντας μία πορεία που έμελλε να τον αναδείξει σε έναν από τους σημαντικότερους, πρωταγωνιστές της Ελληνικής Επανάστασης.
     

Τις πρώτες μεγάλες μάχες του τις έδωσε με τον Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα, βοηθώντας τον να περάσει στη Στερεά Ελλάδα. Ήδη από τις μάχες αυτές ξεχώρισε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων. Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τον Ναπολέοντα το 1797 εντάθηκε η απελευθερωτική κίνηση και αυτός βρισκόταν στις πρώτες γραμμές. Ξέφυγε από τον κλοιό των Τούρκων στην Ξεροκερπινή και κατέφυγε στη Ζάκυνθο το 1805. Επέστρεψε όμως στη Μάνη, όπου αντιμετώπισε το άσβεστο μίσος των Τούρκων αλλά και των προεστών και αφορίστηκε από τον Πατριάρχη.

Το 1806 είκοσι οκτώ μέλη της οικογένειάς του εξοντώθηκαν από προδοσία της μονής Αιμυαλών, όπου είχαν βρει καταφύγιο. Ο ίδιος σώθηκε επειδή έτυχε να μην βρίσκεται στη μονή. Έτσι κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, τον Μπότσαρη και άλλους που είχαν καταφύγει και αυτοί στα Επτάνησα λόγω της καταδίωξής τους από τον Αλή Πασά.

Ανέπτυξε δράση και συγκρότησε τον πρώτο ελληνικό στόλο αποτελούμενο από 70 πλοία. Ο στόλος αυτός έδρασε από το 1807 έως το 1808, οπότε σταμάτησε έπειτα από επέμβαση του Πατριαρχείου. Στη συνέχεια, ο Κολοκοτρώνης συνεργάστηκε με τον Αλή Φαρμάκη κάνοντας σχέδια για την απελευθέρωση της Πελοποννήσου. Από το 1810 έως το 1816 υπηρέτησε στον αγγλικό στρατό στη Ζάκυνθο και παράλληλα μελέτησε την ιστορία της Ελλάδας. Το 1816 αποτάχθηκε και για επιβιώσει έγινε ζωέμπορος. Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρίας.

Το 1821 έφυγε από τη Ζάκυνθο για την Πελοπόννησο. Ανέλαβε στρατιωτική δράση και πραγματοποίησε τις πρώτες του στρατιωτικές νίκες, όπως την κατάληψη της Καλαμάτας το Μάρτιο του 1821, την κατάληψη του Βαλτετσίου στις 12-13 Μαρτίου 1821, την άλωση της Τριπολιτσάς στις 26 Σεπτεμβρίου 1821. Η πρώτη ελληνική κυβέρνηση τον ανακήρυξε Αρχιστράτηγο όλων των δυνάμεων της Πελοποννήσου.

Το 1823-1825 ξέσπασαν οι εμφύλιες διενέξεις μεταξύ των πολιτικών - προεστών από τη μια πλευρά και των οπλαρχηγών από την άλλη. Τότε σκοτώθηκε ο γιος του Πάνος και ο ίδιος περιορίστηκε στη μονή του Προφήτη Ηλία της Ύδρας. Τελικά όμως αφέθηκε ελεύθερος για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ που είχε κατέβει στο Μοριά, καταφέρνοντας έτσι να κρατήσει την Επανάσταση ζωντανή.
Μετά την απελευθέρωση ήταν στο πλευρό του Καποδίστρια, αργότερα όμως, κατά την Αντιβασιλεία, αποκλείστηκε από τον τακτικό στρατό που συγκροτήθηκε και έμεινε άνεργος, όπως και τόσοι άλλοι οπλαρχηγοί που πολέμησαν και πρόσφεραν στον Αγώνα.

Κατηγορήθηκε τότε για εσχάτη προδοσία και ανατρεπτικές τάσεις, συνελήφθη επί Αντιβασιλείας και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία (7 Σεπτεμβρίου 1833). Ο τότε πρωθυπουργός, Χαρίλαος Τρικούπης, παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, όπως και οι Πραίδης και Ψύλλας. Στη θέση του πρωθυπουργού διορίστηκε ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος δεν ήταν φιλικά κείμενος προς τον Κολοκοτρώνη, τον οποίο φυλάκισε στο Ιτς Καλέ μαζί με το πρωτοπαλίκαρό του, τον Πλαπούτα, για πέντε μήνες.

Στις 3 Απριλίου 1834 άρχισε η δίκη με τον Άγγλο εισαγγελέα Μασόν. Απέναντι στις κατηγορίες που του προσάπτουν, ο Κολοκοτρώνης θα απαντήσει: «Εγώ κρατώ στο σολντάτο 49 χρόνια και πολεμώ για την πατρίδα». Καταδικάστηκαν τελικά σε θάνατο στις 26 Μαρτίου, χωρίς όμως να υπογραφεί η απόφαση από τον πρόεδρο του δικαστηρίου Αθανάσιο Πολυζωίδη και τον δικαστή Γεώργιο Τερτσέτη. Η λαϊκή αγανάκτηση εμπόδισε την εκτέλεση τους και παρέμειναν στη φυλακή, στο Παλαμήδι, έως την ενηλικίωση του Όθωνα, ο οποίος τους έδωσε χάρη και τους αποφυλάκισε στις 27 Μαΐου 1835.
Ο Όθωνας απένειμε τιμές και αξιώματα στο «Γέρο του Μοριά». Από το 1835 ο Κολοκοτρώνης εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε το 1843. Θάφτηκε στο Α΄ νεκροταφείο και τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Τριπολιτσά όπου τοποθετήθηκαν σε κρύπτη στο μνημείο των προκρίτων στην πλατεία του Άρεως.

Παρακινούμενος από τον Τερτσέτη ο Κολοκοτρώνης του υπαγόρευσε τα απομνημονεύματά του και καταγράφηκαν με τον τίτλο: «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής Φυλής - από το 1770 έως το 1836». Έργο σημαντικό, περιεκτικό και αυθεντικό, αποτελεί σημαντική πηγή για την ιστορία του Αγώνα.


Τα όπλα και η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη.


Aπό Wikipedia:



Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια κλεφταρματολών. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τσεργίνης. Αργότερα σύμφωνα με την οικογενειακή παράδοση που διηγείται ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο παππούς του, Γιάννης Μπότσικας (Τσεργίνης), υιοθέτησε το Κολοκοτρώνης ως οικογενειακό όνομα, σαν μετάφραση του αρβανίτικου παρωνυμίου "Μπιθεκούρας" που του αποδόθηκε από κάποιον Αρβανίτη[1]. Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμαβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη (εκεί κατέφυγαν οι δυο τους, μετά το θάνατο του πατέρα). Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση που υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β' της Ρωσίας το 1770, και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης εισχώρησε στα σώματα των κλεφτών της Πελοποννήσου και στα 15 του έγινε καπετάνιος. Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο.


Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξη του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε - μαχόμενος - να διαφύγει τελικά με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα ανατολικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα Ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, και τιμήθηκε με το βαθμό του ταγματάρχη για τη δράση του εναντίον των Γάλλων.

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Ως απεσταλμένος της στη Μάνη σήκωσε τη σημαία της Επανάστασης στην Καλαμάτα στις 23 Μαρτίου 1821. Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρόλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:

Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν.


Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).

Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου ώστε να μπορεί να ανταπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 21 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του.

O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.

Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές - ζωοτροφές) του αντιπάλου καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και την σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, που εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της επανάστασης.

Ως το τέλος της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Τα όπλα και η περικεφαλαία του Κολοκοτρώνη.

Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, και στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε μια νύχτα του 1843 από αποπληξία, επιστρέφοντας από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα.

Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:


« Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση. »

Παιδιά του ήταν ο Γιάννης, που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1824, ο μετέπειτα συνονόματος Πάνος και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου.
















Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 1)




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 2)




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 3)



Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 4)




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 5)




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 6)




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 7)




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 8)




Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μωριά (part 9)






Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

1) Βουρνά Τάσου, «Αρματωλοί και κλέφτες».
2) Βλαχογιάννη Γιάννη, «Κλέφτες του Μοριά».
3) Θεοφανίδου Ιωάννου, «Ιστορικόν Αρχείον. Απρίλιος 1934».
4) Κανδηλώρου Τάκη, «Η δίκη του Κολοκοτρώνη και η Ελληνική επανάστασις».
5) Κοκκίνου Διονυσίου, «Η Ελληνική επανάστασις».
6) Λαμπρινίδου Μιχαήλ, «Η Ναυπλία».
7) Μακρυγιάννη Γιάννη, «Απομνημονεύματα».
8) Παπαρρηγοπούλου Κων., «Ιστορία του Ελληνικού έθνους».
9) Στασινοπούλου Χρήστου, «Ο αληθινός Κολοκοτρώνης».
10) Τερτσέτη Γεωργίου, «Κολοκοτρώνη απομνημονεύματα».
11) Τρικούπη Σπυρίδωνος, «Ιστορία της Ελληνικής επαναστάσεως».
12) Τσουκαλά Γ. (Βιβλιοθήκη), «Απομνημονεύματα αγωνιστών του '21».
13) Φωτάκου Χρυσανθοπούλου, «Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής επαναστάσεως».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

LinkWithin

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...