Μέρος 2ον: Εννοιολογική Σύγχυσις. Αιτίες και Τρόποι Εννοιολογικής Μεταπτώσεως. Παραδείγματα.
Κατά την επίσημη διδασκαλία στο μάθημα των θρησκευτικών, διδάσκεται η εβραϊκή άποψις περί της εμφανίσεως της πολυγλωσσίας στον πλανήτη. Περιληπτικώς αυτή έχει ως εξής: Οι διάφορες φυλές ανθρώπων οι οποίες εμφανίζονται ως προερχόμενες εκ των υιών του Νώε, μετά τον κατακλυσμό, απεφάσισαν να κτίσουν έναν πύργο που να φθάνει μέχρι τον ουρανό. Αυτό θεωρήθηκε προσβλητικό και αλαζονικό από τον θεό (τους), ο οποίος προκάλεσε σύγχυσι στην γλώσσα τους, με αποτέλεσμα να μην δύνανται να συνεννοηθούν. Ο πύργος δεν τελείωσε ποτέ και έκτοτε διασκορπίστηκαν σε όλη την γη. Παρατίθεται το αυθεντικό κείμενο από επίσημη μετάφρασι «εκ των θείων αρχετύπων» προκειμένου να διαπιστωθεί το τι πράγματι περιγράφει η εβραϊκή βίβλος. (Γένεσις κεφ. ια')
ΠΑΡΑΔΕΧΕΤΑΙ ΟΤΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ ΟΜΙΛΕΙΤΟ ΜΙΑ ΓΛΩΣΣΑ (ΠΟΙΑ;) ΔΕΝ ΠΡΟΚΥΠΤΕΙ ΑΠΟ ΠΟΥΘΕΝΑ ΟΤΙ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑΝ ΝΑ ΦΑΝΟΥΝ ΒΛΑΣΦΗΜΟΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ «ΘΕΟ». ΑΝΤΙΘΕΤΩΣ ΕΠΙΘΥΜΟΥΣΑΝ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΟΥΝ ΚΑΠΟΙΟ ΟΝΟΜΑ (ΚΡΙΣΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ;) ΜΗ ΤΥΧΟΝ (ΜΕ ΚΑΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ) ΔΙΑΣΠΑΡΘΟΥΝ ΕΠΙ ΟΛΗΣ ΤΗΣ ΓΗΣ. (ΠΙΘΑΝΗ ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΙΣΘΗΣΙΣ ΙΣΧΥΟΣ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ) ΑΥΤΑ ΛΟΙΠΟΝ ΕΙΔΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ (ΘΕΟΣ), Ο ΟΠΟΙΟΣ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΤΑ ΕΙΔΕ ΑΠΟ ΨΗΛΑ ΟΠΩΣ ΘΑ ΑΝΑΜΕΝΟΤΑΝ (ΤΙ ΕΙΔΟΥΣ ΘΕΟΣ ΗΤΑΝ;) ΑΛΛΑ ΚΑΤΕΒΗΚΕ ΝΑ ΤΑ ΔΕΙ. ΚΑΙ ΕΙΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ (ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ; ΕΙΧΕ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ;) ΕΛΑΤΕ ΝΑ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ (ΠΩΣ; ΑΦΟΥ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΚΑΤΕΒΕΙ) ΚΑΙ ΝΑ ΣΥΓΧΥΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ, ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΝΟΕΙ Ο ΕΝΑΣ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ! ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥΣ ΔΙΕΣΚΟΡΠΙΣΕ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΓΗ ΠΡΑΓΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΗΘΕΛΑΝ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΟΥΝ ΕΞ' ΑΡΧΗΣ, ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ Η ΑΦΗΓΗΣΙΣ ΠΕΡΙΤΤΟΛΟΓΩΝΤΑΣ(;) ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ. ΣΗΜΕΙΩΝΕΤΑΙ ΟΤΙ ΣΤΑ ΕΒΡΑΪΚΑ ΒΑΒΕΛ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΣΥΓΧΥΣΙΣ. |
Παρατηρείται θα λέγαμε, μια μνησικακία και χαιρεκακία του θεού, απέναντι στους απογόνους του μοναδικού «αγνού- συνετού» διασωθέντος εκ του κατακλυσμού. Με ύφος «αμερικανού μαφιόζου», είναι σαν να λέει σε μια συμμορία: «ελάτε να μπούμε μέσα να τα κάνουμε λίμπα για να μην μπορέσουν να ξανασηκώσουν κεφάλι». Δεν θα σταθούμε τόσο στο πραγματικό ή φανταστικό της βιβλικής περιγραφής, αλλά στο πόσο σημαντικό είναι το μήνυμα που μεταφέρεται σε όσους θα ήθελαν να εκμεταλλευτούν την πολύτιμη πράγματι πληροφορία:
Θέλεις να κάνεις ζημιά ανεπανόρθωτη σε κάποιους; διάλυσε το μέσον επικοινωνίας τους, το μέσον επαφής, το μέσον προσεγγίσεως. Διάλυσε την γλώσσα τους. Διότι όταν υπάρχει ομόνοια (= ομού και νοώ, να νοούμε δηλαδή μαζί, για την αυτήν έννοια το αυτό πράγμα) μεταξύ των ατόμων μιας κοινωνίας, όλα τα προβλήματα και οι παρεξηγήσεις μπορούν να επιλυθούν ή κατ' ελάχιστον παρακαμφθούν.
Η τακτική αυτή δεν διέφυγε ούτε από τους αρχαίους Έλληνες. Επιτείδιοι λοιπόν της εποχής του Πελοποννησιακού πολέμου έφθασαν στο σημείον να αλλάζουν ακόμη και τις έννοιες των λέξεων προκειμένου να πετύχουν τους σκοπούς τους. «Και την ειωθυίαν αξίωσιν των ονομάτων ες τα έργα αντήλλαξαν τη δικαιώσει» (Θουκυδίδης Γ, 82).
Ο Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνωφ (Λένιν) (1870-1924), πολύ παραστατικά τονίζει... «Αν θέλεις να καταστρέψεις έναν λαό, κατάστρεψε την γλώσσα του»".
Συνεχίζουμε λοιπόν, με την αλλοίωσι των εννοιών των λέξεων και την διάβρωσι την οποία αυτές υπέστησαν στην πάροδο του χρόνου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, αλλά και με την γενικότερη φθορά που υφίσταται η γλώσσα μας. Παραλλήλως με την παράθεσι παραδειγμάτων λέξεων που υπέστησαν τέτοια αλλοίωσι, θα προσεγγίσουμε τις απαντήσεις στα εξής ερωτήματα:
- πώς αλλοιώνεται η σημασία μιας λέξεως;
- γιατί αλλοιώνεται;
- ποιός ωφελείται από την αλλοίωσι αυτή;
Η αλλοίωσις ενδέχεται να είναι ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ή ΤΕΧΝΗΤΩΣ προκληθείσα.
Φυσιολογική νοείται, όταν η μετατόπισις του νοήματος γίνεται βαθμιαίως και με καθολική αποδοχή εκ του πληθυσμού. Συνήθως πρόκειται περί επιφανειακής αλλοιώσεως, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις διατηρείται και η αρχική έννοια. Οι λόγοι οι οποίοι συντελούν σε κάτι τέτοιο είναι κυρίως οι εξής:
Α' - ΣΥΝΕΚΔΟΧΗ:
Η λέξις «κόσμος» επί παραδείγματι, (εκ του «κοσμώ»), σημαίνει «κόσμημα-στολίδι». Επειδή όμως το σύμπαν, η φύσις, το περιβάλλον γύρω μας, αποτελεί ένα «κόσμημα» κατά μια εκδοχή, και αυτό το ανεγνώρισαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι, η έννοια «κόσμος» σημαίνει και το σύμπαν.
Η λεξη «δουλειά» (παρατονισμός του «δουλεία»), αντί του ορθού «εργασία», προερχόμενη εκ του γεγονότος ότι η εργασία κάποια στιγμή έφθασε να μην αποτελεί μία ευχάριστη διαδικασία παραγωγής έργου, αλλά μία εξ ανάγκης βιοποριστική διαδικασία. (Ίσως υποκρύπτεται υποσυνείδητη αίσθησις ότι είμαστε δούλοι του συστήματος).
Β' - ΣΥΝΕΚΦΟΡΑ:
Η λέξις «ψωμί» και «άρτος» έγιναν ταυτόσημες έννοιες εξ αιτίας της παραλλήλου εκφοράς «ψωμός άρτου» = «ψωμίον άρτου» = «μπουκιά άρτου». Λέγε λέγε λοιπόν, το ψωμίον (υποκοριστικόν του «ψωμός») έφθασε να σημαίνει τον άρτο.
Ομοίως η λέξις «ποντικός» σημαίνει ό,τι ο «μυς» για τους αρχαίους. Κι' αυτό γιατί οι μύες από τον Εύξεινο Πόντο, οι οποίοι επέβαιναν στα πλοία της εποχής, λόγω του μεγέθους τους, εκτός από αντιπαθείς είχαν γίνει και πασίγνωστοι. Έτσι ο «Ποντικός μυς», ο μυς εκ του Πόντου δηλαδή, έφθασε να γίνει σκέτος «ποντικός».
Γ' - ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ή ΑΛΛΑΓΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΥ:
«Δορυ-φόρος» καλείται αυτός ο οποίος «φέρει δόρυ». Οι δορυφόροι περι-εφέροντο γύρω από τους βασιλείς-ευγενείς κτλ., ως φρουροί και σωματοφύλακες. Σήμερα παρ' όλο που δεν υπάρχουν (δήθεν) βασιλείς και δόρατα, η λέξις χρησιμοποιείται γι' αυτούς που περιφέρονται ή προσκολλούνται στα κυβερνητικά στελέχη. Εν παραλλήλω και τα ουράνια σώματα που περι-φέρονται γύρω από άλλα μεγαλύτερα, καλούνται συνεκδοχικώς δορυφόροι.
Ομοίως «γυμναστική» είναι η «σωματική άσκησις γυμνών ανθρώπων» και έφθασε να σημαίνει την σωματική άσκησι γενικώς, παρ' όλο που οι άνθρωποι δεν γυμνάζονται πλέον γυμνοί.
Δ' - ΜΕΡΙΚΗ ΤΑΥΤΟΣΗΜΙΑ:
Το «μουλάρι» είναι ο «ημίονος» = «μισός όνος» των αρχαίων. Ημίονος είναι ο στείρος απόγονος της διασταυρώσεως ίππου (=αλόγου) και όνου(=γαϊδουριού). Είναι στείρος διότι η φύσις δεν επιτρέπει γόνιμον αποτέλεσμα διασταυρώσεως διαφορετικών ειδών προκειμένου να αποφευχθεί διαιώνισις απρόσμενων προβληματικών γενετικών χαρακτηριστικών. «Μούλος» (νόθος δηλαδή) όμως, στην λαϊκή γλώσσα είναι ακριβώς αυτός ο οποίος προέρχεται απο μη «νόμιμο» ή «ανεγνωρισμένο γάμο». Έτσι, «μούλος - μουλάρι» = «ημίονος».
Παρομοίως «κληρονομιά» = «κλήρος + νέμω = μοιράζω» σημαίνει την δια κλήρου μεταβίβασιν και μοίρασμα των υπαρχόντων των γονέων στα τέκνα. Σήμερα ενώ διατηρείται εν πολλοίς η μεταβίβασις, ελάχιστοι νέμουν δια κλήρου. Οι περισσότεροι «σφάζονται» και καταλήγουν στα δικαστήρια...
Τέτοιου είδους αλλοιώσεις δεν δημιουργούν έντονες παρανοήσεις ή έκτροπα και συνήθως δεν αποφέρουν κέρδος ή όφελος σε κάποιον. Απλώς εντάσσονται αρμονικώς στο υπάρχον λεξιλόγιο του λαού.
Ε' - ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΤΙΔΑΝΕΙΣΜΟΣ:
Αντιδάνεια καλούνται οι λέξεις οι οποίες έχουν περιέλθει στο λεξιλόγιο (στην προκειμένη περίπτωσι του Ελληνικού) από άλλες γλώσσες (διαλέκτους), οι οποίες λέξεις όμως, έχουν την αρχική τους ρίζα στην ελληνική γλώσσα. Για παράδειγμα:
«φρικιό» εκ του αγγλικού «freak» το οποίον εκ του ελληνικού «φρίττω»=τρομάζω.
«βάρκα» εκ του λατινικού «barica» το οποίον εκ του ελληνικού «βάρις» (είδος πλοίου).
«βίντεο» εκ του λατινικού «video» το οποίον εκ του ελληνικού «fείδω»=βλέπω,γνωρίζω.
(Τιτάνιο πραγματικά έργο επ' αυτού έχει παράξει και παρουσιάσει η φιλόλογος Άννα Τζιροπούλου Ευσταθίου από την εργασία της οποίας δανείζομαι τα ανωτέρω παραδείγματα.).
Όταν όμως, ο αντιδανεισμός δεν αφορά την μεταφορά της λέξεως αλλά της εννοίας, τότε τα πράγματα γίνονται παρα-νοϊκά. Για παράδειγμα:
«Φανταστικόν» επειδή στην αγγλική «fantastic»=έξοχον, υπέροχον, απίθανον. Φανταστικόν όμως είναι το μη πραγματικόν, αυτό που έχουμε στην φαντασία μας. Έτσι οδηγούμεθα σε εκφράσεις του τύπου «περάσαμε μια φανταστική βραδυά» αντί του ορθού «έξοχη βραδυά» κτλ.
«Τραγωδία» η οποία μεταφέρεται στην αγγλική πάλι, ως: «tragedy»=τραγωδία αλλά και ως «συμφορά» - «καταστροφή». Έτσι η τραγωδία από είδος θεατρικού δράματος (εκ του «δρώ») με σκοπό την «ψυχ-αγωγία» έφθασε να σημαίνει κάτι το εντελώς διαφορετικόν.
Υπάρχει και άλλη μια αιτία που μπορεί να προκαλέσει αλλοίωσι μιας έννοιας. Η μεταφορά.
Λέμε επί παραδείγματι: «την αγαπάει τρελλά», «του σφηνώθηκε μια ιδέα», «ο καθηγητής αυτός είναι μεγάλο κεφάλι» κτλ. Επειδή όμως τέτοιου είδους έννοιες χρησιμοποιούνται και αναγνωρίζονται γενικώς ως μεταφορικές δεν έχουν ιδιαίτερη επίδρασι.
Υπάρχουν επίσης, περιπτώσεις λέξεων που έχουν υποστεί αλλοίωσι και παραφθορά, με επίδρασι στο νόημά τους σε τέτοιον βαθμό, ώστε να θεωρούμεθα γελοίοι όταν αντιληφθούμε το μέγεθος της άγνοιάς μας.
Π.χ. λέμε, «ωραία μυρωδιά» ή «άσχημη μυρωδιά» ή «δεν μου μυρίζει τίποτε». Όμως:
Ωραίος= αυτός ο οποίος έρχεται στην ώρα του. Ωραίος είναι ο ύπνος που έρχεται ύστερα από μια κουραστική ημέρα ή το γεύμα ύστερα από κοπιαστική εργασία.
Άσχημος=α στερητικόν + σχήμα= ο άνευ σχήματος. Ο «άσχημος» όπως τον εννοούμε σήμερα δεν είναι άλλος από τον δύσμορφο= δυσ+μορφή (ομοίως όμορφος= εύμορφος = ευ + μορφή).
Και μυρωδιά = μύρου οσμή, η οποία είναι συγκεκριμένη και δεν μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και ευχάριστη (~ωραία) και δυσάρεστη (~άσχημη) και ανύπαρκτη (~τίποτε). Ορθότερα λοιπόν μπορούμε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις: εύοσμος= ευ + οσμή ή δύσοσμος = δυς + οσμή ή «άοσμος=α στερ. + οσμή.
Λέμε «αρχή» εκ του «άρχω» αντί για αφετηρία ή έναρξις.
Λέμε «τέλος» = «σκοπός» αντί για τέρμα ή πέρας ή λήξις.
Λέμε «τραπέζι με τρία πόδια» όταν «τραπέζι» = «τετραπέζιον»=«τετραπόδιον»= «τετράπους» = το έχον τέσσερα πόδια ενώ υπάρχει η αντίστοιχη λέξις «τρίπους» ή έστω τρίποδον.
Λέμε «αναπαλαίωσις» = (ξ)ανά + παλαιός (δηλαδή κάνουμε το παλαιό ξανά παλαιό;) αντί για «ανακαίνισις» = (ξ)ανα + καινός.
Λέμε «ασφαλιστική εταιρεία» ενώ καμμιά εταιρεία δεν δύναται να ασφαλίσει τίποτε.
«Ασφάλεια»= α στερ. + σφάλλω. Τα σφάλματα όμως γίνονται, όπως και τα ατυχήματα, και στην καλύτερη των περιπτώσεων η εταιρεία μπορεί να αποζημιώσει και όχι να ασφαλίσει.
Λέμε «συντηρητικό» τον προσκεκολλημένο στο παρελθόν και τον οπισθοδρομικό, ενώ απλούστατα «συντηρώ»=συν + τηρώ = κρατώ, διατηρώ. Π.χ. συντηρώ το νεανικό μου σώμα ή τις αρχές μου ή το κρέας στο ψυγείο.
Λέμε «σωφρονιστικόν ίδρυμα» την φυλακή, ενώ ως γνωστόν αποτελεί ανώτατη σχολή εγκληματογνωσίας. Πόσοι φυλακισμένοι άραγε έχουν εξέλθει πιο σώφρονες από εκεί;
Λέμε «κληρικό» έναν παπά χωρίς να έχει κληρωθεί από κανέναν, όντας διορισμένος.
Λέμε «υποψήφιος αγοραστής» λες και κάποιοι τον ψηφίζουν, αντί δυνητικός ή πιθανός.
Λέμε «συναυλία» = συν + αυλός προκειμένου για ένα άκουσμα μουσικών οργάνων χωρίς όμως να υπάρχει πουθενά ο αυλός.
Λέμε «καθόλου» = κατά το όλον (συνολικώς), και εννοούμε το ακριβώς αντίθετον δηλαδή ουδόλως ή τίποτε.
Λέμε, λέμε, λέμε...
Η σύγχρονη τεχνολογία τελευταίως μας προσέφερε μια συσκευή που καλούμε «κινητόν τηλέφωνον».
Το «τηλέφωνον» είναι λέξις προσφάτως κατασκευασθείσα και αρκετά εύστοχη καθώς σημαίνει «τήλε»=μακρυά + «φωνή». Όμως η λέξις «κινητόν» είναι πανάρχαια και σημαίνει «το έχον την ικανότητα να κινείται». Και ποια πράγματα μπορούν να κινηθούν; Κινείται η γη, κινείται το νερό στην θάλασσα, κινείται το όχημα. Το τηλέφωνο όμως δεν μπορεί να κινηθεί και να πάει πουθενά παρά μόνον όταν κινείται αυτός ο οποίος το «φέρει» μαζί του. Άρα το «κινητό» τηλέφωνο θα έπρεπε να ονομάζεται «φορητόν». Και ενώ για παρόμοιες συσκευές χρησιμοποιούμε την λέξη «φορητόν» όπως «φορητόν ραδιοκασσετόφωνον», «φορητή εικονοληπτική μηχανή» (=βιντεοκάμερα), «φορητός υπολογιστήρ» (και όχι υπολογιστής ή κομπιούτερ), «φορητός ασύρματος» (και όχι γουόκι-τόκι), η σύγχρονη μορφή παράνοιας επέβαλε τις εκφράσεις «κινητό τηλέφωνο» και «κινητή τηλεφωνία». Αλήθεια, έχει δει κανείς ποτέ, καμμιά «τηλεφωνία» να κινείται στους δρόμους των πόλεων;
Ομοίως πολλοί χαιρόμαστε όταν επιβαίνουμε στο καινούργιό μας «αυτοκίνητο», ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται ότι κανένα αυτοκίνητο (από τον προπερασμένο αιώνα και μέχρι τώρα τουλάχιστον) δεν είναι «αυτο-κίνητον», αλλά χρειάζεται κάποιον πραγματικά αυτοκίνητον = «αφ' εαυτού κινούμενον» να το οδηγήσει. Αυτο-κίνητος είναι ο άνθρωπος, αυτο-κίνητη είναι η γη, και το γνωστό μας «αυτοκίνητον» είναι «ετεροκίνητον» και μπορούμε να το αποκαλούμε απλώς «όχημα».
Στα προηγούμενα παραδείγματα παρατηρούμε ότι οι έννοιες παρ' όλο που έχουν υποστεί σημαντική αλλοίωσι, δεν έχουν επιφέρει (επιφανειακώς τουλάχιστον) ιδιαιτέρως επικίνδυνες καταστάσεις. Εάν θελήσουμε όμως, μπορούμε να προξενήσουμε σοβαρά προβλήματα. Π.χ. να θεωρήσουμε και να καταγγείλουμε ως παραπλανητική την διαφήμισι μιας ασφαλιστικής εταιρείας η οποία ψεύδεταιασφάλεια». Π.χ η «ασφάλεια ζωής» πρέπει να λέγεται «πιθανή-μερική αποζημίωσις λόγω θανάτου» ακόμη και αν το άκουσμα φοβίζει.
Είδαμε λοιπόν, πως και γιατί μπορεί να πραγματοποιηθεί ανώδυνη και αφελής ( = α στερ. + όφελος) εννοιολογική «ολίσθησις» των λέξεων.
πουλώντας «
Υπάρχει όμως πλήθος άλλων λέξεων οι οποίες κάθε άλλο παρά ανώδυνη ή γελοία παραφθορά έχουν υποστεί. Υπάρχουν λέξεις πάνω στις οποίες έχουν στηριχθεί ιδεολογήματα, θεωρίες, θρησκευτικά συστήματα, εξουσιαστικοί μηχανισμοί κτλ. Αυτές εντάσσονται στο πλαίσιο της τεχνητής αλλοιώσεως.
Η αλλοίωσις επιτυγχάνεται με σταδιακή, αλλά βίαιη και ενίοτε ταχύτατη μετατόπισι του νοήματος από το αυθεντικό στο επιθυμητό τεχνητό. Μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας τα μικρά παιδιά μπορούν ευκολότερα να δεχθούν το επιθυμητό νόημα, έτσι, ως μελλοντικοί ενήλικες αδυνατούν να αντιληφθούν το πραγματικό. Και με την σειρά τους, το διαστρεβλώνουν ακόμη χειρότερα. Αρκετές φορές, η αλλοίωσις επιτυγχάνεται μέσω της επιδείξεως και επιβολής της εξουσιαστικής ισχύος (νομοθεσία, ιδεοδιάδοσι, μέχρι και άσκησι σωματικής-ψυχολογικής-πνευματικής βίας). Η αλλοίωσις πλέον δεν προκύπτει μέσα από τις κοινωνικές διεργασίες αλλά προωθείται και ελέγχεται μέσα από συγκεκριμένους φορείς, οι οποίοι αντικαθιστούν την παραδοσιακή σχέσι λέξεως-έννοιας με κάτι άλλο. Για να το μεταφέρουμε εντελώς απλοϊκώς είναι κάτι ανάλογον με την εξής ακολουθία:
Λέω ότι ο παράδεισος είναι κάτι καλό => λέω ότι ο ξυλοδαρμός (ξύλο) βγήκε από τον παράδεισο => άρα το ξύλο κάνει καλό => άρα σε σαπίζω στο ξύλο για... το καλό σου.
Το γιατί γίνεται η αλλοίωσις των εννοιών και το ποιός επωφελείται απ' αυτήν διαγράφεται πλέον σχεδόν ξεκάθαρα. Προκειμένου να πετύχει ο επιθυμών την εξουσία (κάθε τύπου) και τους στόχους του, που σε αντίθετη περίπτωσι θα ήταν δύσκολο έως αδύνατον. Διότι εάν ερχόταν κάποιος κατ' ευθείαν να δείρει κάποιον άλλον, αυτός ο άλλος θα αντιστεκόταν. Του προβάλλει λοιπόν στον εγκέφαλο την έννοια του «κακού» ως «καλό» και αντιστρόφως. Έτσι όχι μόνον δεν αντιστέκεται, αλλά ενδεχομένως και να του αρέσει! Υπερβολές λέτε; Για να δούμε δι' αυτής της μεθόδου τι έχει επιτύχει η σημερινή εξουσία:
Υπόσχεται κάποιος υποψήφιος βουλευτής προεκλογικώς κάτι => δεν εκπληρώνει την υπόσχεσή του => ο λαός διαμαρτύρεται => και όμως... την επόμενη τετραετία τον ξαναψηφίζει! Δεν έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς καταφέρνει ένας εξ αυτών να ομιλεί για μια ώρα συνεχώς, χωρίς να λέει τίποτε; δεν έχετε αναρωτηθεί πως γίνεται να ξεγλυστράει συνεχώς από ενδεχομένως καυτές ερωτήσεις που του υποβάλλει κάποιος δημοσιογράφος; Οι απαντήσεις του είναι συνήθως του τύπου: «Ναι, δίκιο έχετε, αλλά δεν εννοούσα αυτό», «η άποψή σας είναι απολύτως σεβαστή, αλλά αυτό που λέτε δεν ισχύει», «κοιτάξτε, ίσως δεν έγινα κατανοητός» κτλ. κτλ. Αυτό λοιπόν που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι να δούμε το πως επιτυγχάνεται αυτή η αλλοίωσις. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι, έμμεσοι και άμεσοι (οι άμεσοι στην ουσία ανάγονται σε έναν, όπως θα διαπιστώσετε στην πορεία):
ΕΜΜΕΣΟΙ ΤΡΟΠΟΙ:
Α' ΙΔΕΟΔΙΑΔΟΣΙΣ - ΙΔΕΟΕΠΙΒΟΛΗ:
Η συστηματική προσπάθεια διαδόσεως και επιβολής μιας ιδέας (προπαγάνδα), η οποία μπορεί να γίνει μέσω των Μ.Μ.Ε. (μέσων μαζικής ενημερώσεως, μας θεωρούν μάζα και όχι άτομα-κύτταρα κοινωνίας), μέσω φυλλαδίων, εντύπων κτλ.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι:
- (αισχρο)περιοδικά «life style» = «ύφος βίου» τα οποία προβάλλουν ως εξυπνάδα, ως μαγκιά, ως πρωτοποριακό να μιλάει κάποιος σπαστά Ελληνικά, αναμεμειγμένα με βαρβαρικά στοιχεία συνήθως από την αμερικανοαγγλική παρεφθαρμένη διάλεκτο-ιδίωμα της Ελληνικής.
- κινηματογραφικές ταινίες (φιλμ) και σειρές (σίριαλ).
- επιδείγματα (αφίσσες) και συνθήματα που αναγράφονται στους τοίχους από άτομα κατ' ελάχιστον απροσδιορίστου νοημοσύνης. Π.χ. συνθήματα του τύπου: «Είμαστε όλοι μετανάστες» όπου όμως: μετανάστης εκ του μετανίσταμαι = μετά + ναίω = κατοικώ + ίσταμαι (μένω κάπου αλλού εκτός του τόπου γεννήσεως). Εάν τώρα αυτός που το γράφει είναι βοϊδοβοσκός με τσαντίρι στην πλάτη και νομάς δεν του φταίνε οι υπόλοιποι. «Αλλοδαποί αδέλφια μας» όπου αδελφός = α επιτατικό - προσθετικό + δελφύς = μήτρα. Δηλαδή αδέλφια = ομομήτριοι = από την ίδια μήτρα. Με το αυτό σκεπτικό πρέπει όλοι μας να αρχίσουμε να εξετάζουμε μήτρες να επιβεβαιώσουμε «τις πταίει» και βγήκαμε τόσο διαφορετικοί. Κτλ. κτλ. Αυτό που πιθανόν να εννοούσε ο συνθηματογράφος ή που θα έπρεπε να εννοεί θα ήταν: «είμαστε όλοι θύματα του κατεστημένου και ενωμένοι κατά αυτού».
Είναι τέτοια η επίδρασις της ιδεοεπιβολής, ώστε σε συνδυασμό με την άγνοια, την βλακεία, την άνωθεν τρομοκρατία και όλα τα υπόλοιπα που αναφέραμε, κατάφερε να πείσει σχεδόν έναν ολόκληρον πλανήτη, σε ένα φαινομενικώς άσχετον θέμα. Ότι η αλλαγή της χιλιετίας συνέβει 1/1/2000 αντί για το ορθόν 1/1/2001. Εδώ συνετέλεσε και η ψυχολογική επίδρασις της πολυετούς αναμονής από το 1999 στο 2000, εκτοξεύοντας στα ύψη τις πωλήσεις κάθε λογής «πυροτεχνημάτων».
Παρομοίως κατάφερε να αλλοιώσει τα γένη των αριθμών. Π.χ. πολλοί λένε «τρεισ-ήμισυ χρόνια» αντί «τριά-μισυ χρόνια», και «τεσσερά-μιση η ώρα» αντί «τέσσερις και μισή». Επιπλέον εμμένει στο να χαρακτηρίζει τις δεκαετίες του περασμένου αιώνος με 9 χρόνια διαφορά. Επί παραδείγματι, δεκαετία του '80 από 1980-1989 αντί του ορθού που είναι 1971-1980. Με την «λογικήν» αυτήν, ο προηγούμενος αιών τερμάτισε στην δεκαετία του ενενήντα ('90), επιτυγχάνοντας τον «εκπληκτικόν» αριθμητικόν συλλογισμόν: 9Χ10 = 100 !!!!!!
Β' ΒΙΑ:
Η βία ενδέχεται να είναι:
- ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ: η βία αυτού του τύπου χτυπάει κατ' ευθείαν στην ανασφάλεια του ατόμου η οποία οφείλεται σε ανυπαρξία ισχυρού ιδεολογικού-φιλοσοφικού υποβάθρου. Όταν ο άνθρωπος δεν έχει ισχυρές ιδεολογικές-ηθικές βάσεις όπως η εντιμότης, η φιλοπατρία, η αρετή, η ανδρεία, η φυσιολατρεία κτλ.τότε ειναι ευάλωτος σε οποιαδήποτε επίθεσι που βάλλει την θέσι του και τον ρόλο του στο κοινωνικόν σύνολον. Με άλλα λόγια εάν θέλει να είναι «ιν» = «εντός» πρέπει να καπνίζει ολίγον μαύρη ή να φοράει ατσαλάκωτη γραβάτα ή να κάνει αποτρίχωσι μέρα παρά μέρα, ή να μιλάει και λίγο... «αργκό» προκειμένου να ενταχθεί στο σύνολο των... αν-εγκεφάλων.
- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ: η βία αυτού τύπου είναι ανάλογη της ψυχολογικής. Λειτουργεί και αυτονόμως και σε συνδυασμόν με αυτήν, είναι όμως πολύ πιο ισχυρή διότι ενώ η μεν ψυχολογική μπορεί να αποφευχθεί με την κατάλληλη πνευματική εξύψωσι η δε πνευματική πρέπει να αντιμετωπισθεί από το ήδη προσβεβλημένο πνεύμα προκειμένου να εξουδετερωθεί. Το σωματικό ανάλογο είναι το να προσπαθεί κάποιος να επιδέσει με επίδεσμο το τραυματισμένο του χέρι, χρησιμοποιώντας το ίδιο το χέρι που έχει τραυματιστεί. Με άλλα λόγια, το πνεύμα που έχει μολυνθεί είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθεί την ζημιά που έχει υποστεί. Όταν επί παραδείγματι ένα παιδάκι βλέπει στην τηλεόρασι επανειλημμένως μια γάτα να τρώει συντηρημένη τροφή (κονσέρβα), αποτυπώνει την σκηνή στο μυαλό του. Όταν κληθεί να απαντήσει «τι τρώει η γάτα;» απαντάει: «κονσέρβα τάδε» αντί για «ψάρι». Κατ' αναλογίαν όταν ένας πιστός οποιασδήποτε θρησκείας θεωρεί ότι ο θεός στον οποίον πιστεύει είναι η «ανώτατη δύναμις», είναι αδύνατον να αντιληφθεί ότι ο θεός του ουδόλως ενδιαφέρεται για την οικολογική αποσύνθεσι του πλανήτη και ότι η «ανωτερότης» του συνιστά αδυναμία. Ενώ για τον Έλληνα (κατά μία άποψι) ο «θεός» εκ του «θέω» = κινούμαι ταχέως ή εκ του «θεάομαι- θεώμαι» = παρατηρώ, είναι το υπεράνθρωπον αλλά όχι υπέρτατον ον στο οποίον η Φύσις έχει αναθέσει την επιτήρησι και επέμβασι σε συγκεκριμένο τμήμα-πεδίο του χωροχρονικού συνεχούς (Σύμπαντος). Π.χ. η Δήμητρα = Δη μήτηρ = Γη μήτηρ = Γη μητέρα (διότι στην δωρική διάλεκτο δα = γα = δη = γη), είναι η θεά η υπ-εύθυνη να θέει και να θεάται τα των καλλιεργειών επί της γης (και όχι μόνον). Με άλλα λόγια οι λειτουργίες σποράς, φυτρώματος, αναπτύξεως των φυτών που ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζουν με την σοφία τους, την αυστηρή ακρίβεια και μεγαλοπρέπεια τους είναι έργον της θεάς Δήμητρος ή πιο κατανοητά των νόμων της Δήμητρος. Σημειωτέον η λέξις «θεός» είναι επίθετον και όχι ουσιαστικόν. Η απολύτως φυσική αυτή λειτουργία λοιπόν, θεωρείται από τους συντελεστές του κατεστημένου τουλάχιστον άστοχη ή υπερβολική. Αντιθέτως όμως, ένας σημερινός φυσικός δεν θεωρείται άστοχος όταν πολύ ορθώς διατυπώνει την θέσιν ότι η κατακόρυφη πτώσις των σωμάτων είναι έργον του νόμου της βαρύτητος, οφείλεται δηλαδή στην «θεά Βαρύτητα».
- ΣΩΜΑΤΙΚΗ: όσο και αν ακούγεται υπερβολικό, η σωματική βία (τραμπουκισμός) είναι η κατ' εξοχήν τελευταία λύσις των βαρβάρων όταν διαπιστώσουν μη προσπελάσιμη δίοδο. Βλέπε διώξεις Ελλήνων από πανεπιστημιακά συνέδρια, κάψιμο αντικαθεστωτικών - αντιθρησκευτικών βιβλίων κτλ. Την περίοδο του Βυζαντίου ήταν νεωτεριστική συνήθεια ( της «μόδας» δηλαδή), η λεγόμενη «ιερά εξέτασις», («προνόμιον» όχι μόνο των δυτικών-Καθολικών), σε όσους κατηγορούντο επί ελληνισμώ και κατ' επέκτασιν το κάψιμο βιβλιοθηκών και συγγραμμάτων, η κατακρήμνισις αγαλμάτων, το γκρέμισμα ναών, κτηρίων κτλ.
Έτσι ως κορυφαίο παράδειγμα, η λέξις «Έλλην» από φόβο και από έλλειψι υπερασπίσεως, έφθασε να σημαίνει τον «εθνικό» => «μη χριστιανό» => «ειδωλολάτρη» => «αντικαθεστωτικό» => (σημερινό) «τρομοκράτη». Με λίγα λόγια «ή ξεχνάς αυτό που είσαι και πρεσβεύεις ή σε «καθαρίζω». Όπως ακριβώς σήμερα η αμερικανική «προπαγάνδα» βαπτίζει τρομοκράτες τους Ιρακινούς, Αφγανούς ή Γιουγκοσλάβους υπερασπιστές της πατρίδος των.
Επίσης βαπτίζει «πόλεμο» την εκ του ασφαλούς σφαγή αμάχων πατώντας κουμπάκια εξαπολύσεως πυραύλων. «Πόλεμος» εκ του «πελάζω» = προσεγγίζω, πλησιάζω (με τα πόδια) ή ενδεχομένως εκ του πελεμίζω = πάλλω, σείω. Αλλά βλέπετε, ο πόλεμος θέλει παλληκάρια και όχι θηλυπρεπείς παράφρονες.
Παρομοίως η λέξις «φιλοσοφία» έφθασε να σημαίνει την «θολοκουλτούρα».
Γ' ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ:
Ο νόμος αποτελεί μιά έμμεση μορφή βίας διότι εάν κάτι κατοχυρωθεί νομικώς υπεισέρχεται ο παράγων «ποινή» στην μη εφαρμογή του. Και η ποινή είναι συνήθως μη αγαπητή. Και μόνον η απόλυσις, τρομάζει. Έχουμε τα παραδείγματα της δια νόμου επιβολής της «δημοτικής»-«δημοτικιάς» ως και του «μονο-τονικού», (μονο-τονικό δηλαδή μονό-τονο). Αυτό υποχρεώνει τους συγγραφείς των σχολικών βιβλίων σε περαιτέρω υποχωρήσεις όπως πτώχευσι λεξιλογίου, έλλειψι σαφήνειας, αντίφασι κανόνων κτλ.
Για παράδειγμα η κατάργησις της δοτικής έχει επιφέρει αντιαισθητικά τερατουργήματα.
Έτσι: το «επί τοις εκατόν» έγινε «τα εκατό» (αν το εξετάσετε θα δείτε ότι δεν έχει νόημα).
Ο «υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ» κάποτε έγινε «υπουργός στον πρωθυπουργό». (Δηλαδή ο υπουργός πάει εις τον (= στον) πρωθυπουργόν ή μπαίνει μέσα του;)
Ο δικηγόρος «παρ' εφέταις» έγινε «στο εφετείο».
Ο δικηγόρος «παρ' Αρείω Πάγω» έγινε «στον Άρειο Πάγο».
Αλήθεια πως θα μεταφέρουμε στην «δημοτικιά» τον τίτλο «Εφορία Εναλίων Αρχαιοτήτων»; «Η υπηρεσία που βλέπει από πάνω τις αρχαιότητες που βρίσκονται μέσα στην θάλασσα»; Διότι
Εφορεία (ή και εφορία) εκ του εφορεύω (επί + ορώ) = επιτήρησις, επίβλεψις => η πράξις ή υπηρεσία του να επιβλέπεις κάτι.
Ενάλιος (εν + άλς) = θαλάσσιος, ο εν θαλάσση => ο εντός της θαλάσσης => αυτός που είναι μέσα στη θάλασσα.
Αυτή η τακτική θυμίζει την τακτική της κολοβής αλεπούς του μύθου του Αισώπου, η οποία επειδή έχασε την ουρά της προσπάθησε να πείσει, ανεπιτυχώς βεβαίως και τις άλλες αλεπούδες να κόψουν τις ουρές τους. Ετσι και οι σημερινοί ταγοί επειδή ως επί το πλείστον είναι αμόρφωτοι και αστοιχείωτοι αν όχι επιτείδιοι διαστρεβλωτές, καταβιβάζουν το επίπεδον της γλώσσας στα νοητικά τους δεδομένα. Με αυτήν την λογική αφού το νήπιο δεν δύναται να ομιλήσει να συννενοούμεθα με μουγκρητά για να μας κατανοούν και τα νήπια (νη + έπος, τα μη έχοντα έπος-λόγον).
ΑΜΕΣΟΙ ΤΡΟΠΟΙ (ΑΝΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΕΙΠΗ ΠΑΙΔΕΥΣΙ-ΜΑΘΗΣΙ):
Α' ΑΓΝΟΙΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑΣ:
Ετυμολογία καλείται η ανίχνευσις του αρχικού-αυθεντικού-αληθινού νοήματος μιας λέξεως. Έτυμον = πραγματικόν, αληθινόν, βέβαιον. Η ετυμολογική ανίχνευσις είναι μια διαδικασία ανάλογη της αρχαιολογικής έρευνας. Π.χ. Υπάρχουν οι αντικρουόμενες απόψεις για το εάν οι πυραμίδες είναι Ελληνικές ή Αιγυπτιακές. Εμείς λέμε ότι είναι Ελληνικές (ή τουλάχιστον περισσότερο Ελληνικές παρά Αιγυπτιακές) και το τεκμηριώνουμε ως εξής:
- Οι πρώτοι βασιλείς της Αιγύπτου κατά τον Αιγύπτιο ιερέα Μανέθωνα ήταν Έλληνες. (Ηρακλής, Ήφαιστος, Αγαθοδαίμων κτλ.). Άρα υπήρχε η ηγετική πρωτοβουλία.
- Οι πυραμίδες που βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο (26 τον αριθμό εν αποσυνθέσει με σημαντικότερη αυτήν του Ελληνικού στην Αργολίδα) είναι αρχαιότερες των αιγυπτιακών. Άρα υπήρχε η τεχνογνωσία.
- Οι Αιγύπτιοι αγνοούσαν ακόμη και το πως να μετρήσουν τις διαστάσεις τους, ώσπου μετέβη ο Θαλής ο Μιλήσιος και εφαρμόζοντας την αρχή των ομοίων τριγώνων μέτρησε το ύψος τους. Άρα υπήρχε και η θεωρητική επιστημονική υπεροχή.
- Το ίδιο το όνομα «πυραμίς» σημαίνει πυρ = ενέργεια + αμίς = δοχείον ό,τι ακριβώς δηλαδή ειναι η πυρ-αμίς = ενεργειακόν δοχείον. Έτσι εξηγούνται και όλες οι παράξενες ιδιότητές της (διατήρησις κρεάτων, σταθερή θερμοκρασία κτλ.).
Σήμερα δυστυχώς, «πυραμίδα» αντί του ορθού «πυραμίς», θεωρείται το γεωμετρικό εκείνο στερεό στο οποίο ομοιάζουν τα οικοδομήματα της Αιγύπτου και στα οποία δόθηκε το όνομα του. Εξ' άλλου «Αίγυπτος» = Αιγαίον + υπτίως= η υπτίως (κάτω από) του Αιγαίου χώρα. Εδώ λοιπόν γίνεται φανερή η αξία της ετυμολογίας και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο οι διάφοροι «πνευματικοί ταγοί» την αποφεύγουν «όπως ο διάολος το λιβάνι».
Β' ΠΑΡΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: = ΠΑΡΑ + ΕΤΥΜΟΝ + ΛΟΓΟΣ
Η πρόθεσις «παρά» έχει την έν-νοια της παρα-λλάξεως της παρα-λλαγής του παρα-πλήσιου πλην όμως όχι αυθεντικού. Λέμε παρα-φυσική, παρα-ψυχολογία, παρα-ιατρική κλπ. Παρετυμολογία ειναι η «ετυμολογία» βάσει μη αυθεντικών δεδομένων. Χαρακτηριστικώς ανιχνεύουμε περιπτώσεις παρετυμολογίας (παρα-νοήσεως) στο νέον λεξικόν του κ. Μπαμπινιώτη. Θα σταθούμε σε δύο λέξεις οι οποίες είναι χαρακτηριστικότατες. Η λέξις «ορθοπεδικός» την οποία μεταφέρει ως «ορθοπαιδικός» και δυστυχώς πολλοί ιατροί ορθοπεδικοί ακολούθησαν και άλλαξαν τις πινακίδες των ιατρείων τους. Η διαμάχη λοιπόν ανάγεται στο εάν η λέξις προέρχεται από το ορθός + πέδη-πέδησις (λατινικά "pedes" εκ του «πους») και αφορά την ορθή αντιμετώπισι όλων των προβλημάτων κακώσεων ανεξαρτήτως ηλικίας ή εάν προέρχεται από το ορθός + παις-παιδί και αφορά αντιμετώπισι προβλημάτων που εμφανίζονται στα παιδιά. Πρώτον. Οι ορθοπεδικοί δεν ασχολούνται μόνον με παιδιά, αλλά με άτομα όλων των ηλικιών, και κυρίως βεβαίως με ώριμης ηλικία άτομα που είναι πιο επιρρεπή σε κακώσεις. Δεύτερον. Εάν αφορούσε μόνον παιδιά, λογικώς θα έπρεπε να μεταφερθεί ως παιδοορθοπεδικός, κατά το πρότυπον παιδοδοντίατρος, παιδοψυχολόγος, παιδίατρος, παιδοκαρδιολόγος κ.ο.κ.
Η λέξις «αυγό» την οποία μεταφέρει ως «αβγό». Υπάρχει η αντίληψις ότι προκύπτει από την ηχητική «διολίσθησι» το «ωόν» (στον ενικό) τα «ωά» => τα «ωβά» (στον πληθυντικό). Από τα «ωβά» πάμε στα «αβγά» και μεταπηδώντας ξανά στον ενικό το «αβγό». Επιπροσθέτως ενώ όντως στα γαλλικά το σχήμα του αυγού μεταφέρεται ως «ωβάλ» -«οβάλ», γίνεται το λάθος να μεταφέρεται και στα ελληνικά ότι από το «αβγοειδές» που είναι το σχήμα του αυγού προέρχεται το «αβγό». Δύο ισχυρές αντιπαραθέσεις στην παραπάνω ακολουθία είναι ότι: α' το «ωόν» στην αρχαιότητα γραφόταν «ωFόν» (όπου το δίγαμμα F προφέρεται ως ελαφρύ «β») και χάριν ευφωνίας => «αυγόν» και β' ότι το «αυγό» προέρχεται εκ του «αυγάζω» = λάμπω, εξ' ου και «αυγή», εξ' αιτίας της διαφορετικότος του χρώματος που έχει το αυγό όταν το αποθέσει η κότα στο σκοτεινό περιβάλλον του κοτετσιού.
Γ' ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:
Παρατηρείται εντόνως μία τάσις καταργήσεως των ομοήχων φωνηέντων και διφθόγγων. Π.χ. Του «υ» και του «η», έναντι του «ι». Κατ' αρχήν τα φωνήεντα αυτά δεν ήταν πάντοτε ομόηχα. Το «υ» προεφέρετο ως ελαφρύτατο «ου» (χαρακτηριστικόν γράμμα της υδροφόρου κοιλότητος π.χ. «κύπελλον».) Και το «η» ως ελαφρύ «χι»-«χε» παρέμεινε ως δασεία στην Ελληνική και αυτούσιον στην αγγλική π.χ. Ηρακλής - Ηercules. Η αφορμή δόθηκε λοιπόν από τις δήθεν ξενικές λέξεις στις οποίες δεν υπάρχουν ομόηχα και δίφθογγοι, άρα κατά την μεταφορά τους στην Ελληνική πρέπει να γράφονται όπως ακούγονται. Π.χ. Το «στυλό» γράφεται ως «στιλό», και η « πυλωτή» ως «πιλοτή» (γιατί όχι «πιλοτί»;;;) ή ακόμη χειρότερα ως «pilotis». Και υποτίθεται ότι είναι γαλλικές. Διατηρώντας το «υ» στο «στυλό» μπορούσε όμως κάποιος να συμπεράνει ότι «το στυλό» είναι «ο στυλός», ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο από τον ελληνικό στύλο-στυλογράφο. Λέμε π.χ. Οι στύλοι (και όχι στήλες = συσσωρευτές = μπαταρίες) του ναού του Ολυμπίου Διός ή ο στύλος (κολώνα) της Δ.Ε.Η. Παρομοίως η πυλωτή εκ του πυλώνος. Λέμε πάλι ο πυλών (πυλώνας) της Δ.Ε.Η.
Δ' ΑΓΝΟΙΑ-ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ:
Η σύνθεσις μιας λέξεως μπορεί να είναι:
· ΠΡΟ-ΦΑΝΗΣ = προ+φαίνομαι όπως: πολυ-κατ-οικία, πολύ-πλευρος, πεντά-γωνον, αρτο-ποιείον, κρεο-πωλείον, οδό-φραγμα.
· ΕΛΑΦΡΩΣ ΣΥΓΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗ όπως: υδρόγειος = ύδωρ + γη, στεναχώρια = στενός + χώρος, γεωπόνος = γη + πονέω = κοπιάζω, γηπεδούχος = γη + πεδίον + έχω, Τερψιθέα=τέρπω (ευχαριστιέμαι) + θέα εκ του θεώμαι= βλέπω
· ΣΥΓ-ΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗ όπως: κυνηγός = κύων + άγω, αυτός που άγει τους σκύλους, οδηγός = οδός + άγω. Ιθαγενής = ιθύς (αληθής) + γένος, αυτός που κατ-οικεί στην χώρα απ' όπου κατ-άγεται. Ευχαριστώ = ευ + χάρις + ίσταμαι στέκομαι με καλή χαρά δηλαδή. Επανάστασις = επί + ανά + ίσταμαι.
· Α-ΦΑΝΗΣ ή ΠΛΗΡΩΣ ΣΥΓ-ΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗ όπως: φέτος = εφέτος = επί + έτος, το επί του έτους δηλαδή. Δυόσμος = ηδύς (γλυκός, ευχάριστος) + οσμή. Καλώδιον = καλώς + οδεύω. Παραλία= παρά + άλς (θάλασσα). Περήφανος = υπερήφανος = υπέρ + φαίνομαι. (Έφθασε να σημαίνει τον ψηλομύτη). Ξαφνικά = εξαίφνης = εκ + άφνω(ς) (απροσδοκήτως). Γέφυρα = γαία + επί + ύδωρ. Παντρεύομαι = υπ-ανδρεύομαι = υπό + άνδρας βρίσκομαι υπό του ανδρός (μεταφορικώς). Άρα μόνον οι γυναίκες μπορούν να παντρευτούν. Οι άνδρες νυμφεύονται.
Παρατηρούμε ότι σε σύγχρονες λέξεις τα συνθετικά είναι πιο ευκρινή. Σε παλαιότερεςλέξεις όμως, τα επιμέρους συνθετικά μιας λέξεως έχουν συμπτυχθεί σε τέτοιον βαθμό ώστε η δυσχέρεια στην αναγνώρισί τους να οδηγεί σε παρερμηνείες.
Εδώ να σημειώσουμε ότι η προ-ηγούμενη δια-βάθμισις καθώς και τα παρα-δείγματα είναι εντελώς ενδεικτικά και σχετικά. Αναλόγως των γνώσεων του καθενός η διαβάθμισις μπορεί να τροποποιηθεί.
Ε' ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ:
Η κατάργησις των προ-θέσεων ανάγεται στην απόκρυψι-κατάργησι των συνθετικών. Λόγω όμως της σπουδαιότητος των προθέσεων τις αναφέρουμε ξεχωριστά. Κατ' αρχήν η ίδια η λέξις «πρόθεσις» δηλώνει από μόνη της το «τι θέλει να κάνει». Μία «πρό-θεσι» πολύ απλώς έχει την «πρόθεσι» να θέσει προκαταβολικώς. Τι όμως είναι αυτό το οποίον θέλει να θέσει και προ τίνος; Θέτει το αυτόνομο νοηματικό της περιεχόμενο ως προετοιμασία για να αντιληφθούμε που θέλει να οδηγήσει την κυρίως λέξι. Για παράδειγμα με την πρόθεσι «προ» δηλώνεται ευθύς εξ' αρχής ότι η κυρίως λέξις αναφέρεται σε κάτι το οποίον βρίσκεται ή γίνεται πριν από κάτι άλλο. Π.χ.: προ-λέγω, πρό-γνωσις, προ-κατα-βολή, προ-δίδω (σπεύδω να δώσω δηλαδή χωρίς καν να μου ζητηθεί. Ενημερωτικώς για όσους το πράττουν ή για όσους το μελετούν). Η πρόθεσις «μετά» το ακριβώς αντίθετο: μετα-θέτω, μετα-βολή, μετά-στασις κτλ. Η πρόθεσις «αμφί» δηλώνει την έννοια του εκατέρωθεν = απ' εδώ και απ΄ εκεί». Αυτομάτως λοιπόν, κάποιος που δεν γνωρίζει την λέξι «αμφιθέα» μπορεί ευκόλως να την αναλύσει ως «αμφί+θέα» και να του λυθεί η απορία. Με άλλα λόγια ένα τεράστιο πλήθος λέξεων μπορεί ευκόλως να ετυμολογηθεί σε ένα πρώτο επί-πεδο μόνο και μόνο από την ανα-γνώρισι των προθέσεων. Έρχονται λοιπόν τώρα κάποιοι εκ-συγ-χρονιστές εν-τεταλμένοι ή / και συγ-γραφείς των σχολικών βιβλίων, του παιδ-αγωγικού «ινστιτούτου» και αποφασίζουν να καταργήσουν τις προθέσεις για να μην δυσκολεύονται τα Ελληνόπουλα ή ίσως για να διευκολύνονται τα «αλλοδαπά». (Σύγχρονος = συν + χρόνος = αυτός που συμ-βαδίζει με την εποχή του δηλαδή. Δεν σημαίνει κάτι απαραιτήτως καλό. Διότι μπορεί η εποχή του να είναι η εποχή των ουραγκοτάγκων. Αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιποι πρέπει να συγχρονιστούν με τους πιθηκό-νοες;
Το «υπ' όψιν» λοιπόν το γράφουν ως «υπόψη» και διαχωρίζουν τις συλλαβές ως «υ-πό-ψη».
Το «συγγνώμη» = «συν + γνώμη» το γραφουν ως «συγνώμη» μεταφέροντας στις επόμενες γενεές μια γλώσσα πενιχρότατη.
Τα «αφ' ενός - αφ' ετέρου» τα γράφουν ως «αφενός - αφετέρου» και συλλαβίζουν «α-φε-νός - α-φε-τέ-ρου». Πάλι καλά που δεν λένε «απένα - απτάλλο». Είναι τέτοια η σύγχυσις ώστε ορισμένοι τα εκλαμβάνουν ως ουσιαστικά ή επίθετα. Και μάλιστα, γνωρίζω περίπτωσι δικηγόρου που έγραφε... «ο αφενός συμβαλλόμενος» και «η αφετέρου συμβαλλόμενη» !
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι ένας τρόπος να επαναφέρουμε την γλώσσα μας στο επίπεδο που της αξίζει θα ήταν να ζητάμε σαφείς επεξηγήσεις (μέχρι του σημείου να γινόμαστε εκνευριστικοί) ή και να απορρίπτουμε ακόμη, οποιοδήποτε έγγραφο π.χ. συμβόλαιο, δικαστική απόφασι, λογαριασμό ή οτιδήποτε άλλο, εάν εμπεριέχει ορθογραφικά, γραμματικά, συντακτικά ή νοηματικά λάθη.
Με την χρήσι λοιπόν των προθέσεων έχουμε ευχερέστατη κωδικοποίησι πράγμα που δεν ισχύει σε καμμία άλλη «γλώσσα». Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα επιθήματα-καταλήξεις των λέξεων. Η κατά-ληξις (=οριστική λήξις-πέρας) δηλώνει αφ' εαυτού που το θέμα (κυρίως τμήμα της λέξεως) θέλει να κατά-λήξει. Π.χ. Η κατάληξις «-ικος» ή «-ινος» δείχνει την αυθεντική ιδιότητα της λέξεως στην οποία αναφέρεται το θέμα. Η κατάληξις «-ιστικος» δίνει μια πλασματική χροιά π.χ. Γραφ-ικός / γραφ-ιστικός, πραγματ-ικός / πραγματ-ιστικός, οικουμεν-ικός / οικουμεν-ιστικός, οικονομ-ικός / οικονομ-ιστικός, ανθρώπ-ινος / ανθρωπ-ιστικός, εθν-ικός / εθνικ-ιστικός, θεατρ-ικός / θεατριν-ίστικος.
Η κατάληξις «-μενος» (μετοχής παθητικού παρακειμένου) δείχνει κάποιον ο οποίος έχει περιέλθει σε μια κατάστασι, οι καταλήξεις «-αμενος», «-ουμενος», «-ομενος», «-ωμενος» (παθητικού ενεστώτος) δείχνουν κάποιον που υφίσταται μια διαδικασία, ενώ η κατάληξις «-ων» δείχνει κάποιον που επιτελεί μια ενέργεια π.χ.
διαλυ-μένος - διαλυ-όμενος- διαλύ-ων,
τιμη-μένος - τιμ-ώμενος - τιμ-ών,
(γε)γραμ-μένος - γραφ-όμενος, γράφ-ων κτλ.
Β' ΠΑΡΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: = ΠΑΡΑ + ΕΤΥΜΟΝ + ΛΟΓΟΣ
Η πρόθεσις «παρά» έχει την έν-νοια της παρα-λλάξεως της παρα-λλαγής του παρα-πλήσιου πλην όμως όχι αυθεντικού. Λέμε παρα-φυσική, παρα-ψυχολογία, παρα-ιατρική κλπ. Παρετυμολογία ειναι η «ετυμολογία» βάσει μη αυθεντικών δεδομένων. Χαρακτηριστικώς ανιχνεύουμε περιπτώσεις παρετυμολογίας (παρα-νοήσεως) στο νέον λεξικόν του κ. Μπαμπινιώτη. Θα σταθούμε σε δύο λέξεις οι οποίες είναι χαρακτηριστικότατες. Η λέξις «ορθοπεδικός» την οποία μεταφέρει ως «ορθοπαιδικός» και δυστυχώς πολλοί ιατροί ορθοπεδικοί ακολούθησαν και άλλαξαν τις πινακίδες των ιατρείων τους. Η διαμάχη λοιπόν ανάγεται στο εάν η λέξις προέρχεται από το ορθός + πέδη-πέδησις (λατινικά "pedes" εκ του «πους») και αφορά την ορθή αντιμετώπισι όλων των προβλημάτων κακώσεων ανεξαρτήτως ηλικίας ή εάν προέρχεται από το ορθός + παις-παιδί και αφορά αντιμετώπισι προβλημάτων που εμφανίζονται στα παιδιά. Πρώτον. Οι ορθοπεδικοί δεν ασχολούνται μόνον με παιδιά, αλλά με άτομα όλων των ηλικιών, και κυρίως βεβαίως με ώριμης ηλικία άτομα που είναι πιο επιρρεπή σε κακώσεις. Δεύτερον. Εάν αφορούσε μόνον παιδιά, λογικώς θα έπρεπε να μεταφερθεί ως παιδοορθοπεδικός, κατά το πρότυπον παιδοδοντίατρος, παιδοψυχολόγος, παιδίατρος, παιδοκαρδιολόγος κ.ο.κ.
Η λέξις «αυγό» την οποία μεταφέρει ως «αβγό». Υπάρχει η αντίληψις ότι προκύπτει από την ηχητική «διολίσθησι» το «ωόν» (στον ενικό) τα «ωά» => τα «ωβά» (στον πληθυντικό). Από τα «ωβά» πάμε στα «αβγά» και μεταπηδώντας ξανά στον ενικό το «αβγό». Επιπροσθέτως ενώ όντως στα γαλλικά το σχήμα του αυγού μεταφέρεται ως «ωβάλ» -«οβάλ», γίνεται το λάθος να μεταφέρεται και στα ελληνικά ότι από το «αβγοειδές» που είναι το σχήμα του αυγού προέρχεται το «αβγό». Δύο ισχυρές αντιπαραθέσεις στην παραπάνω ακολουθία είναι ότι: α' το «ωόν» στην αρχαιότητα γραφόταν «ωFόν» (όπου το δίγαμμα F προφέρεται ως ελαφρύ «β») και χάριν ευφωνίας => «αυγόν» και β' ότι το «αυγό» προέρχεται εκ του «αυγάζω» = λάμπω, εξ' ου και «αυγή», εξ' αιτίας της διαφορετικότος του χρώματος που έχει το αυγό όταν το αποθέσει η κότα στο σκοτεινό περιβάλλον του κοτετσιού.
Γ' ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ:
Παρατηρείται εντόνως μία τάσις καταργήσεως των ομοήχων φωνηέντων και διφθόγγων. Π.χ. Του «υ» και του «η», έναντι του «ι». Κατ' αρχήν τα φωνήεντα αυτά δεν ήταν πάντοτε ομόηχα. Το «υ» προεφέρετο ως ελαφρύτατο «ου» (χαρακτηριστικόν γράμμα της υδροφόρου κοιλότητος π.χ. «κύπελλον».) Και το «η» ως ελαφρύ «χι»-«χε» παρέμεινε ως δασεία στην Ελληνική και αυτούσιον στην αγγλική π.χ. Ηρακλής - Ηercules. Η αφορμή δόθηκε λοιπόν από τις δήθεν ξενικές λέξεις στις οποίες δεν υπάρχουν ομόηχα και δίφθογγοι, άρα κατά την μεταφορά τους στην Ελληνική πρέπει να γράφονται όπως ακούγονται. Π.χ. Το «στυλό» γράφεται ως «στιλό», και η « πυλωτή» ως «πιλοτή» (γιατί όχι «πιλοτί»;;;) ή ακόμη χειρότερα ως «pilotis». Και υποτίθεται ότι είναι γαλλικές. Διατηρώντας το «υ» στο «στυλό» μπορούσε όμως κάποιος να συμπεράνει ότι «το στυλό» είναι «ο στυλός», ο οποίος δεν είναι τίποτε άλλο από τον ελληνικό στύλο-στυλογράφο. Λέμε π.χ. Οι στύλοι (και όχι στήλες = συσσωρευτές = μπαταρίες) του ναού του Ολυμπίου Διός ή ο στύλος (κολώνα) της Δ.Ε.Η. Παρομοίως η πυλωτή εκ του πυλώνος. Λέμε πάλι ο πυλών (πυλώνας) της Δ.Ε.Η.
Δ' ΑΓΝΟΙΑ-ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ:
Η σύνθεσις μιας λέξεως μπορεί να είναι:
· ΠΡΟ-ΦΑΝΗΣ = προ+φαίνομαι όπως: πολυ-κατ-οικία, πολύ-πλευρος, πεντά-γωνον, αρτο-ποιείον, κρεο-πωλείον, οδό-φραγμα.
· ΕΛΑΦΡΩΣ ΣΥΓΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗ όπως: υδρόγειος = ύδωρ + γη, στεναχώρια = στενός + χώρος, γεωπόνος = γη + πονέω = κοπιάζω, γηπεδούχος = γη + πεδίον + έχω, Τερψιθέα=τέρπω (ευχαριστιέμαι) + θέα εκ του θεώμαι= βλέπω
· ΣΥΓ-ΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗ όπως: κυνηγός = κύων + άγω, αυτός που άγει τους σκύλους, οδηγός = οδός + άγω. Ιθαγενής = ιθύς (αληθής) + γένος, αυτός που κατ-οικεί στην χώρα απ' όπου κατ-άγεται. Ευχαριστώ = ευ + χάρις + ίσταμαι στέκομαι με καλή χαρά δηλαδή. Επανάστασις = επί + ανά + ίσταμαι.
· Α-ΦΑΝΗΣ ή ΠΛΗΡΩΣ ΣΥΓ-ΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΗ όπως: φέτος = εφέτος = επί + έτος, το επί του έτους δηλαδή. Δυόσμος = ηδύς (γλυκός, ευχάριστος) + οσμή. Καλώδιον = καλώς + οδεύω. Παραλία= παρά + άλς (θάλασσα). Περήφανος = υπερήφανος = υπέρ + φαίνομαι. (Έφθασε να σημαίνει τον ψηλομύτη). Ξαφνικά = εξαίφνης = εκ + άφνω(ς) (απροσδοκήτως). Γέφυρα = γαία + επί + ύδωρ. Παντρεύομαι = υπ-ανδρεύομαι = υπό + άνδρας βρίσκομαι υπό του ανδρός (μεταφορικώς). Άρα μόνον οι γυναίκες μπορούν να παντρευτούν. Οι άνδρες νυμφεύονται.
Παρατηρούμε ότι σε σύγχρονες λέξεις τα συνθετικά είναι πιο ευκρινή. Σε παλαιότερεςλέξεις όμως, τα επιμέρους συνθετικά μιας λέξεως έχουν συμπτυχθεί σε τέτοιον βαθμό ώστε η δυσχέρεια στην αναγνώρισί τους να οδηγεί σε παρερμηνείες.
Εδώ να σημειώσουμε ότι η προ-ηγούμενη δια-βάθμισις καθώς και τα παρα-δείγματα είναι εντελώς ενδεικτικά και σχετικά. Αναλόγως των γνώσεων του καθενός η διαβάθμισις μπορεί να τροποποιηθεί.
Ε' ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ:
Η κατάργησις των προ-θέσεων ανάγεται στην απόκρυψι-κατάργησι των συνθετικών. Λόγω όμως της σπουδαιότητος των προθέσεων τις αναφέρουμε ξεχωριστά. Κατ' αρχήν η ίδια η λέξις «πρόθεσις» δηλώνει από μόνη της το «τι θέλει να κάνει». Μία «πρό-θεσι» πολύ απλώς έχει την «πρόθεσι» να θέσει προκαταβολικώς. Τι όμως είναι αυτό το οποίον θέλει να θέσει και προ τίνος; Θέτει το αυτόνομο νοηματικό της περιεχόμενο ως προετοιμασία για να αντιληφθούμε που θέλει να οδηγήσει την κυρίως λέξι. Για παράδειγμα με την πρόθεσι «προ» δηλώνεται ευθύς εξ' αρχής ότι η κυρίως λέξις αναφέρεται σε κάτι το οποίον βρίσκεται ή γίνεται πριν από κάτι άλλο. Π.χ.: προ-λέγω, πρό-γνωσις, προ-κατα-βολή, προ-δίδω (σπεύδω να δώσω δηλαδή χωρίς καν να μου ζητηθεί. Ενημερωτικώς για όσους το πράττουν ή για όσους το μελετούν). Η πρόθεσις «μετά» το ακριβώς αντίθετο: μετα-θέτω, μετα-βολή, μετά-στασις κτλ. Η πρόθεσις «αμφί» δηλώνει την έννοια του εκατέρωθεν = απ' εδώ και απ΄ εκεί». Αυτομάτως λοιπόν, κάποιος που δεν γνωρίζει την λέξι «αμφιθέα» μπορεί ευκόλως να την αναλύσει ως «αμφί+θέα» και να του λυθεί η απορία. Με άλλα λόγια ένα τεράστιο πλήθος λέξεων μπορεί ευκόλως να ετυμολογηθεί σε ένα πρώτο επί-πεδο μόνο και μόνο από την ανα-γνώρισι των προθέσεων. Έρχονται λοιπόν τώρα κάποιοι εκ-συγ-χρονιστές εν-τεταλμένοι ή / και συγ-γραφείς των σχολικών βιβλίων, του παιδ-αγωγικού «ινστιτούτου» και αποφασίζουν να καταργήσουν τις προθέσεις για να μην δυσκολεύονται τα Ελληνόπουλα ή ίσως για να διευκολύνονται τα «αλλοδαπά». (Σύγχρονος = συν + χρόνος = αυτός που συμ-βαδίζει με την εποχή του δηλαδή. Δεν σημαίνει κάτι απαραιτήτως καλό. Διότι μπορεί η εποχή του να είναι η εποχή των ουραγκοτάγκων. Αυτό σημαίνει ότι οι υπόλοιποι πρέπει να συγχρονιστούν με τους πιθηκό-νοες;
Το «υπ' όψιν» λοιπόν το γράφουν ως «υπόψη» και διαχωρίζουν τις συλλαβές ως «υ-πό-ψη».
Το «συγγνώμη» = «συν + γνώμη» το γραφουν ως «συγνώμη» μεταφέροντας στις επόμενες γενεές μια γλώσσα πενιχρότατη.
Τα «αφ' ενός - αφ' ετέρου» τα γράφουν ως «αφενός - αφετέρου» και συλλαβίζουν «α-φε-νός - α-φε-τέ-ρου». Πάλι καλά που δεν λένε «απένα - απτάλλο». Είναι τέτοια η σύγχυσις ώστε ορισμένοι τα εκλαμβάνουν ως ουσιαστικά ή επίθετα. Και μάλιστα, γνωρίζω περίπτωσι δικηγόρου που έγραφε... «ο αφενός συμβαλλόμενος» και «η αφετέρου συμβαλλόμενη» !
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε ότι ένας τρόπος να επαναφέρουμε την γλώσσα μας στο επίπεδο που της αξίζει θα ήταν να ζητάμε σαφείς επεξηγήσεις (μέχρι του σημείου να γινόμαστε εκνευριστικοί) ή και να απορρίπτουμε ακόμη, οποιοδήποτε έγγραφο π.χ. συμβόλαιο, δικαστική απόφασι, λογαριασμό ή οτιδήποτε άλλο, εάν εμπεριέχει ορθογραφικά, γραμματικά, συντακτικά ή νοηματικά λάθη.
Με την χρήσι λοιπόν των προθέσεων έχουμε ευχερέστατη κωδικοποίησι πράγμα που δεν ισχύει σε καμμία άλλη «γλώσσα». Το ίδιο όμως συμβαίνει και με τα επιθήματα-καταλήξεις των λέξεων. Η κατά-ληξις (=οριστική λήξις-πέρας) δηλώνει αφ' εαυτού που το θέμα (κυρίως τμήμα της λέξεως) θέλει να κατά-λήξει. Π.χ. Η κατάληξις «-ικος» ή «-ινος» δείχνει την αυθεντική ιδιότητα της λέξεως στην οποία αναφέρεται το θέμα. Η κατάληξις «-ιστικος» δίνει μια πλασματική χροιά π.χ. Γραφ-ικός / γραφ-ιστικός, πραγματ-ικός / πραγματ-ιστικός, οικουμεν-ικός / οικουμεν-ιστικός, οικονομ-ικός / οικονομ-ιστικός, ανθρώπ-ινος / ανθρωπ-ιστικός, εθν-ικός / εθνικ-ιστικός, θεατρ-ικός / θεατριν-ίστικος.
Η κατάληξις «-μενος» (μετοχής παθητικού παρακειμένου) δείχνει κάποιον ο οποίος έχει περιέλθει σε μια κατάστασι, οι καταλήξεις «-αμενος», «-ουμενος», «-ομενος», «-ωμενος» (παθητικού ενεστώτος) δείχνουν κάποιον που υφίσταται μια διαδικασία, ενώ η κατάληξις «-ων» δείχνει κάποιον που επιτελεί μια ενέργεια π.χ.
διαλυ-μένος - διαλυ-όμενος- διαλύ-ων,
τιμη-μένος - τιμ-ώμενος - τιμ-ών,
(γε)γραμ-μένος - γραφ-όμενος, γράφ-ων κτλ.
Ευρύμαχος
Μέρος 3 ον: Αποσαφήνισις διαχρονικών ζητημάτων και προβλημάτων δια της Ελληνικής.
Είναι πραγματικά δύσκολο να διαπιστώσεις το μέγεθος της διαστροφής και να παραμείνεις ατάραχος. Όπως είναι εξ' ίσου δύσκολο να βρεις τρόπο να εκθέσεις αυτήν την διαστροφή. Από που να αρχίσεις και που να τελειώσεις;
Υπάρχει απάντησις: Να εισχωρήσεις στο βάθος των εννοιών. «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις» έλεγε ο φιλοσοφικός τιτάν Αντισθένης προ χιλιάδων ετών. Και «επί-σκεψις» = «επί» + «σκέψις», δεν σημαίνει βεβαίως την «επίσκεψι» υπό την έννοιαν της «βίζιτας». Όταν ακούμε λοιπόν ότι ο τάδε πρωθυπουργός επισκέφθηκε την δείνα χώρα, πρέπει να αναρωτηθούμε επί τίνος θέματος σκέφθηκε; Επί κανενός, διότι απλώς πήγε ή μετέβη ή περιηγήθηκε αλλά ουδόλως επι-σκέφθηκε. Και τι να σκεφθεί άλλωστε; σκέπτ-εται, εκ του «σκάπτω» με την έννοιαν την εργασίας που αποφέρει ευρήματα, αυτός ο οποίος χρησιμοποιεί τον εγ-κέφαλόν του (το εν-τός της κεφαλής όργανον) ακριβώς όπως ο αρχαιολόγος μοχθεί για να φέρει τα καταχωμένα ευρήματα στο φως.
Διακηρύττει όμως ο εκάστοτε πρωθυπουργός προς τους υπηκόους του, ότι εντός του δημοκρατικού πολιτεύματος ο οποιοσδήποτε έχει την δυνατότητα να εκφράσει τις απόψεις του.
Και εξηγούμαι:
«Υπήκοος» εκ του «υπό + ακούω» είναι ο υπάκουος, αυτός ο οποίος ακούει και δέχεται αυτά τα οποία κάποιοι άλλοι του υποβάλλουν. Σε μια δημοκρατία όμως, κανείς δεν δικαιούται να υποβάλλει. «Δημο-κρατία» εκ του «δήμος + κρατώ» σημαίνει οτι ο Δήμος = το σύνολον των Πολιτών, έχει το Κράτος, δηλαδή την δύναμι. Κρατεί ο Δήμος στη σύγχρονη εποχή; Κρατεί το σύνολον των Πολιτών, όταν πολλές αποφάσεις της κυβερνήσεως λαμβάνονται ερήμην του; Eν αγνοία του; Και αρκετές εξ' αυτών με οριακή πλειοψηφία επί συνόλου βουλευτών που τρέμουν την επιβολή «κομματικής πειθαρχίας»; Για φανταστείτε «υπεύθυνον κατά τ' άλλα» βουλευτή να ψηφίζει νόμο καταστρεπτικόν δια την πατρίδα του, επιβεβλημένον όμως από τον κομματικό μηχανισμό. Και βεβαίως η πειθ-αρχία = το να άρχει η πειθώ, ακούγεται ως «αυστηρή» έννοια πλην όμως είναι απολύτως θεμιτή. Στην προκειμένη περίπτωσι όμως, δεν άρχει η πειθώ, αλλά πείθει η ανάγκη = πειθ-αναγκασμός = το να πείθεται κάποιος εξ' ανάγκης, όπου «ανάγκη» η εξάρτησις από τα βουλευτικά προνόμια.
Όπως βλέπετε, το «πράγμα ήδη χόντρυνε» όπως λένε και στο καφενείον και δεν μπήκαμε ακόμη «στα βαθιά». Ας ακούσουμε τον σεβαστό πρό-γονο και μέγα φιλό-σοφον = φίλον της σοφίας (και όχι «αμπελοφιλοσοφίας - θολοκουλτούρας» όπως θέλουν μερικοί να την διαστρεβλώνουν) Αριστο-τέλη = τον έχοντα άριστον τέλος - σκοπόν. Λέγει λοιπόν ο Αριστοτέλης ότι η δημοκρατία αποτελεί παραφθορά ή κατά παρέκβασιν πολίτευμα του αρίστου των πολιτευμάτων που είναι η «Πολιτεία», όπου όλοι οι Πολίτες έχουν επαρκή γνώσι, ικανότητα και κρίσι, να άρχουν και να άρχονται, να κυβερνούν και να κυβερνώνται (εκ περιτροπής).
Αυτό ακριβώς δηλαδή το οποίον τρέμει η εξ-ουσία (= εκτός ουσίας) των πολιτικάντηδων, και όχι πολιτικών. Διότι Πολιτικός, πάλι κατά τον Αριστοτέλη, είναι αυτός ο οποίος έχει υπερβεί το απλόν επίπεδον του βοσκηματώδους βίου (των αμιγώς μικροπρεπών αναζητήσεων - ενασχολήσεων, σαν το πρόβατο που βόσκει δηλαδή), και διαθέτει τον εαυτόν του (αμισθί) στην εξυπηρέτησι του κοινού συμφέροντος της Πολιτείας. Η δημοκρατία επιπροσθέτως δεν πηγάζει από διαδικασία ψηφοφορίας αλλά από διαδικασία κληρώσεως μεταξύ ισοτίμων Πολίτων. «Κληρωτόν το δημοκρατικόν, αιρετόν το ολιγαρχικόν» που σημαίνει ότι και εξ ορισμού το σημερινόν πολίτευμα (διότι στην πράξι προφανώς ισχύει ) είναι μια απάτη, μια ολιγαρχία και μάλιστα του αισχίστου είδους. Διότι και η ΑΡΙΣΤΟ-ΚΡΑΤΙΑ είναι ολιγαρχικόν πολίτευμα, όπου όμως κρατούν οι Αριστοι - οι καλύτεροι. Είναι άραγε ο τάδε υπουργός υγείας ή παιδείας, ή ναυτιλίας ο άριστος επί των αντιστοίχων ζητημάτων; Και επειδή πλείστοι εξ αυτών δεν εισχωρούν εις την ουσίαν, αλλά περι-φέρονται γύρω της, πέριξ της ουσίαςπερι-ουσίας των, κατά το πρότυπον περι-ουσίων λαών και ανθρώπων, εκ του αποτελέσματος η απάντησις...
Διαλαλούν λοιπόν οι πολιτικάντηδες την δυνατότητα εκφράσεως διαφόρων απόψεων όταν όλα τα μέσα είναι ελεγχόμενα. Αλλά και πάλι η έκ-φρασις μιας απόψεως δεν σημαίνει τίποτε ουσιαστικόν. Διότι άπ-οψι = από + όψις (εκ του ορώ = βλέπω) μπορεί να έχει και «η κουτσή Μαρία». Αυτό που εν-οχλεί την εξ-ουσία ειναι η γνώμη (εκ του γιγνώσκω - γνωρίζω), άρα η γνώσις, και πολύ περισσότερο η εφ-αρμογή, υλο-ποίησις και πραγμα-τοποίησις της γνώσεως.
Η γνώσις που αποτελεί κτήμα του λαού είναι όπλο ακαταμάχητον, γι' αυτό η εξουσία το απεχθάνεται και το μάχεται προτού ισχυροποιηθεί. Παίρνει λοιπόν τον άνθρωπο που έχει γνώσι και που γνωρίζει τι είδους γνώσι έχει και που στην Ελληνική γλώσσα ονομάζεται «δαήμων», και εντεχνώς τον ονομάζει «δαίμονα». «Δαίμων» όμως στην Ελληνική, καλείται η υπεράνθρωπη (όχι υπερφυσική) δύναμις-οντότης μια βαθμίδα κάτω από τους θεούς (κατά μία άποψι). Εν παραλλήλω λοιπόν μεταστρέφει και την έννοια του «δαίμονα» σε κάτι «κακό». Φέρνει τον «δαίμονα-δαήμονα» σε αντιπαράθεσι με τον «έναν και μοναδικό» «καλό θεούλη» της παλαιάς διαθήκης, του προσάπτει το προσωνύμιο «σατανάς» και τον στέλνει στο «πυρ το εξώτερον» ως: « δαιμόνιο» - «δαιμονικό» - «δαιμονισμένο».
Παρακαλώ όπως προσέξατε την εννοιολογική μετατόπισι μιας απολύτου υγιειούς εννοίας προς το «απόλυτον» κακόν:
δηλαδή ή αλλιώς της «δαήμων» = ειδήμων, γνώστης, επαϊων
«δαίμων» = στοιχειό, ξωτικό
«δαιμόνιος» = ιδιοφυής, μεγαλοφυής αλλά και... πονηρό πνεύμα(!!!;;;)
«δαιμονικός» = σατανικός, διαβολικός, εωσφορικός
«δαιμονισμένος» = τρελλός, παράφορος, παράφρων, κατεχόμενος από δαιμόνια...
Και το κακό συνεχίζεται αδιαλείπτως. Παρεμπιπτόντως και αυτός ο μέγας «Εως-φόρος» = «έως + φέρω», ο φέρων το έως = την αυγή = το φως, δεν γλύτωσε από την θεοκρατική παραφροσύνη και έγινε συνώνυμος του εβραϊκού σατανά! Στα αγγλικά ονομάζεται επακριβώς «luci-fer» εκ του λατινού «lux»= φως, εκ του Ελληνικού λυκ- (π.χ. Λύκειος Απόλλων, λύκειον Αριστοτέλους, λυκ-αυγές, λυκ-όφως) και το φέρω.
Την εποχή εκείνη όπου άρχισε ανενδοιάστως η κρατική επιχορήγησις της διαστροφής, τα πρωτοχριστιανικά χρόνια δηλαδή και επι βυζαντίου, ο κύριος γνώστης, δηλαδή ο κύριος δαήμων, δηλαδή ο βασικός αντίπαλος της επικρατούσας ιουδαιοχριστιανικής θρησκείας, ήταν ποιος άλλος; ο Έλλην και το πνευματικόν φως της Ελλάδος. Η Ελλάς (Hellas) λοιπόν, ήταν ο βασικός εχθρός και έπρεπε να «μετουσιωθεί» ως κάτι κακό. (Πιθανόν hellas => hell = κόλασις στα αγγλικά). Γενάρχης των Ελλήνων κατά την Ελληνική μυθολογία (προ του Δευκαλίωνος) σε μια εποχή όπου υπήρχε υψηλότατο πνευματικό επίπεδο, εξ αιτίας της συγγενείας με τους Θεούς και τους Τιτάνες είναι ο «Ιαπετός». Ο λεξάριθμος της λέξεως «Ιαπετός» = «ι+α+π+ε+τ+ο+ς» = «10+1+80+5+300+70+200» δίνει άθροισμα «666». Λέτε να ήταν αυτό το ερέθισμα για να σατανικοποιηθεί ο ανύποπτος αριθμός; Και γιατί άλλωστε να είναι το 666 και όχι το 888 ή το 217, 99 + 72 ; Προφανώς κανείς αριθμός δεν είναι αφ εαυτού «κακός» Επιπροσθέτως πάντως, ο λεξάριθμος της λέξεως «Έλλην» = «123» και ο πυθμήν = «6».
Σημειώνουμε ότι: Λεξάριθμος καλείται το αριθμητικόν άθροισμα των ισοδυνάμων τιμών των γραμμάτων μιας λέξεως. Ως γνωστόν όπως θα δούμε και στα επόμενα, μόνον στην Ελληνική γλώσσα το φώνημα - γράμμα = αριθμός = μουσική νότα. Πυθμήν καλείται το διαδοχικό άθροισμα των αριθμητικών ψηφίων του λεξαρίθμου μέχρι να φθάσουμε σε μονοψήφιο. Π.χ. Πυθμήν της λέξεως «Ιαπετός» => 6+6+6 =18 =>1+ 8= 9. Πυθμήν της λέξεως «Έλλην» => 1+2+3 =>6. Το «6» τυγχάνει ο πρώτος τέλειος αριθμός διότι το άθροισμα των παραγόντων του ισούται με τον ίδιο τον αριθμό (1 + 2 + 3 = 6). Επιπροσθέτως το αυτό συμβαίνει και με το γινόμενό τους (1 Χ 2 Χ 3 = 6). Αυτή λοιπόν η τριάς των 6 = 666, δαιμονοποιήθηκε και καταπολεμήθηκε, ως συμβολίζον τον φυσικόν του φορέα που είναι ο Έλλην. Και όλα αυτά από ανθρώπους χαμηλού πνευματικού επιπέδου (είναι τοις πάσι γνωστόν ότι οι πρώτοι χριστιανοί ήταν είτε Ιουδαίοι από τις εβραϊκές συναγωγές που αφθονούσαν στην ρωμαϊκή επικράτεια, είτε χαμηλόνοες, αμόρφωτοι, αστοιχείωτοι και ανασφαλείς που βρήκαν καταφύγιο και ανακούφισι στο «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι». Όπου ο πτωχός = πενιχρός - μικρών δυνατοτήτων, ασήμαντος και όχι βεβαίως «μη αλαζών» όπως αρέσκονται να νοηματοδοτούν οι θεολογούντες. Δικαίως λοιπόν η ιστορία τους κατέταξε στους κρετίνους = ηλιθίους, όπου κρετίνος εκ του γαλλικού «cretin» που σημαίνει τι άλλο; χριστιανός (chretien). Σημειωτέον ότι ηλίθιος είναι αυτός ο οποίος γνωρίζει ότι διαπράττει σφάλμα και συνεχίζει να το κάνει.
Ας δούμε λοιπόν τι επιπλέον παραφθορά προξένησαν αυτοί οι κρετίνοι μεν, εξουσιαστές δε, στην Ελληνική γλώσσα: «Θαύμα» στην αρχαία Ελληνική σημαίνει το θαυμαστόν, το άξιον θαυμασμού, το προκαλόν θαυμασμόν και όχι βεβαίως το εκ του θεού υπερφυσικόν προκληθέν. «Υπερ-φυσικόν» μια έννοια που δεν υπάρχει στην αρχαία Ελληνική διότι απλούστατα ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ τίποτε υπεράνω της Φύσεως. Μπορεί κάποιος να είναι υπερ-φυής αλλά όχι υπερ-φυσικός. Η Φύσις περιλαμβάνει τα πάντα διότι αποτελεί έννοια ταυτόσημη του Σύμπαντος. Σύμ-παν = σύνολον των πάντων. Άρα δεν δύναται να υπάρχει τίποτε εκτός Σύμπαντος, διότι τότε το Σύμπαν δεν θα ήταν συν-παν αλλά υποσύνολόν του, πράγμα Άτοπον.
Παρομοίως και απλουστάτως αποδεικνύεται ότι ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΕΟΣ όπως τον περιγράφει η ιουδαϊκή θρησκεία και κατ' αντιγραφήν ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός.
Διότι εάν υπ-άρχει ο θεός, όπως αυτοί τον εννοούν, πρέπει να μας πουν πως είναι δυνατόν να είναι παντογνώστης, παντοπλάστης και παντοδύναμος και ταυτοχρόνως να υπ-άρχει δηλαδή να βρίσκεται υπό μιας αρχής;;; Ποια είναι αυτή η αρχή;;; Αρκετά τους βοηθήσαμε. Ας την βρουν μόνοι τους.
Συνεχίζοντας βλέπουμε ότι «αμαρτία» στην αρχαία Ελληνική σημαίνει το λάθος, το σφάλμα και ουδόλως την βλάσφημη πράξι απέναντι στο θείον. Η «βλάσφημη πράξις» απέναντι στο θείον καλείται «ύβρις» και δεν έχει καμμία σχέσι με την «βρισιά» (που ξεστομίζει κάποιος όταν αγανακτεί) η οποία καλείται βωμολοχία ή αθυροστομία ή λαϊκιστί βρωμόλογο. Ύβρις για παράδειγμα είναι η ασεβής κοπή ενός δένδρου και όχι το «γαμώ τον τάδε». Η ύβρις δεν τιμωρείται όπως θέλουν να επιβάλουν τρομοκρατώντας τον κόσμο οι θεολογούντες. Η ύβρις επισύρει την επέμβασιν της Νεμέσεως η οποία νέμει - χωρίζει - μοιράζει - αποδίδει τα πρέποντα στον κάθε έναν. Η Νέμεσις δεν είναι Θεά τιμωρός όπως ο Ιαχβέ ο θεός των ιουδαιοχριστιανοισλαμιστών. Η Νέμεσις αποτελεί την φυσική ροή των πραγμάτων, είναι η αντί-δρασις της Φύσεως στην όποια δράσι. Εάν ο άνθρωπος δρα σκεπτόμενος την οικολογική ισορροπία, σεβόμενος τους συνανθρώπους του και τα λοιπά όντα της φύσεως και μη ενεργώντας ως «εκλεκτόν δημιούργημα», τότε δεν έχει λόγο να φοβάται τίποτε. Αντιθέτως όλοι όσοι συνεργούν στην άνευ λογικής και ηθικής αποσύνθεσι του πλανήτη μας, τότε θα έλθουν αντιμέτωποι με την Νέμεσιν. Και η Νέμεσις δεν «συγχωρεί», ούτε λάθη, ούτε «αμαρτίες». Η έννοια της συγχωρέσεως είναι αλλοιωμένη έννοια, παραεπινόησις ή παρεφεύρεσις και αυτή της ηθικής των εγκληματιών. «Σκότωσε, κάψε, δολοφόνησε και αν μετανοήσεις θα πας στον παράδεισο». «Κεχαριτωμένη» η «λογική» τους μόνο που δεν στέκει σε κανένα δικαστήριο και πόσο μάλλον στο δικαστήριον της Φύσεως. «Συγχωρώ» = συν + χώρος, σου επιτρέπω δηλαδή να μπεις στον χώρο μου. Σημαίνει μια συναίνεσι στην εισβολή κάποιου στον χώρο (πνευματικό - ηθικό - φυσικό) κάποιου άλλου και δεν έχει καμμία σχέσι με την απαλοιφή - παραγραφή των εγκλημάτων στο όνομα της μετάνοιας. «Μετανοώ» = μετά + νοώ, νοώ δηλαδή κάτι μετά από κάποια διαδικασία (Προ-νοώ => Δια-νοώ => Μετά-νοώ) και δεν έχει σχέσι με την ηθική μεταστροφή ή την λύπη για μια κακή πράξι. Η μετά-νοια κατα την χριστιανική ορολογία αποτελεί παρά-νοια στην ουσία του νου και όχι απλή μεταστροφή των ιδεών ή των αντιλήψεων.
Μα βάσι όλα τα ανωτέρω, σύγχρονοι θεολογούντες όταν διαβάζουν στο κατά Λουκάν «ευαγγγέλιον» = «καλή αγγελία;;; πόσο καλή και για ποιόν;;;» της «καινής διαθήκης = «καινούργιας συμφωνίας;;; με ποιόν και γιατί;;;» και στα ΙΒ' 51-53 εδάφια: «Νομίζετε ότι ήλθον να δώσω ειρήνην εν τη γη; ουχί, σας λέγω, αλλά διαχωρισμόν. Διότι από του νυν θέλουσιν είσθαι πέντε εν οίκω ενί διακεχωρισμένοι, οι τρεις κατά των δύο, και οι δύο κατά των τριών. Θέλει διαχωρισθή πατήρ κατά υιού και υιός κατά πατρός, μήτηρ κατά θυγατρός, και θυγάτηρ κατά μητρός, πενθερά κατά της νύμφης αυτής, και νύμφη κατά της πενθηράς αυτής» ψάχνουν να βρούν... αλληγορίες. Και θέλουν να αγνοούν ότι τα εδάφια αυτά αποτελούν έναν αντικατοπτρισμόν της κοινωνίας μας, όπου πράγματι, βάσει των λεχθέντων υπό του υιού του θεού τους, όντως δεν ήλθε να δώσει ειρήνη στην γη, όντως μέσα σε ένα σπίτι είναι όλοι διαχωρισμένοι σε «κόμματα», «ομάδες» (ποδοσφαιρικές ή μη), «αιρέσεις», όντως η πεθερά είναι κατά της νύφης κλπ. κλπ.
Παρομοίως όταν διαβάζουν στο κατά Λουκάν ΙΘ' 26 - 27: «Διότι σας λέγω, ότι εις πάντα τον έχοντα θέλει δοθή, από δε του μη έχοντος, και ό,τι έχει, θέλει αφαιρεθή απ΄αυτού. Πλην τους εχθρούς μου εκείνους οίτινες δεν με ηθέλησαν να βασιλεύσω επ΄αυτούς, φέρετε και κατασφάξατε έμπροσθέν μου.», δεν βλέπουν πουθενά ότι ο πλούτος είναι όντως συγκεντρωμένος στα χέρια ολίγων ενώ οι υπόλοιποι συνεχώς χάνουν και τα ελάχιστα που τους έχουν απομείνει και παρανοώντας μεταφράζουν το «κατασφάξατε» ως... «κρίνατε». Εάν λοιπόν ο συντάκτης του «κατά Λουκάν» εννοούσε «κρίνατε», ας έγραφε «κρίνατε» και όχι «κατασφάξατε», για να μην έχουμε και 'μείς να λέμε...
Ας αλλάξουμε πάλι «κλίμα» (μην μας θεωρήσουν και για Αντιχρίστους = Έλληνες και «σκοτιστήκαμε» κατά τα κοινώς λεγόμενα) και ας δούμε κάποιες άλλες εξ' ίσου σημαντικές παρεφθαρμένες έννοιες.
Έχει μάθει λοιπόν ο εκάστοτε υπουργός να διατάζει, να είναι υπερόπτης και να θεωρεί ότι είναι ο επικεφαλής ενός συνόλου υπαλλήλων - υπηκόων, που τους θεωρεί και υποτελείς. Εν μέρει δεν έχει και άδικο, μιας και υπ-άλληλος καλείται ο υπό των αλλήλων δούλων ευρισκόμενος. Με λίγα λόγια ο δούλος του δούλου. Ο ίδιος όμως ο υπ-ουργός ξεχνά ή ίσως και να μην έμαθε ποτέ ότι ευρίσκεται υπό του έργου. Ενός έργου που καλείται να βγάλει εις πέρας και όχι να κωλυσιεργεί ή να απομυζεί ή να κακο-κατασκευάζει.
Ομοίως έχει μάθει κάποιος που έχει παρανομήσει, ότι μπορεί με την μεσολάβησι κάποιου καλού «δικηγόρου» να αθωωθεί. Δικη-γόρος όμως σημαίνει αυτόν ακριβώς που τα συνθετικά της λέξεως έχουν προορισμό να σημαίνουν. Εκείνον δηλαδή που στην δίκην αγορεύει. Και στην δίκην η οποία λαμβάνει χώρα στο δικαστήριον και απόφασιν λαμβάνει ο δικαστής πρέπει να αγορεύεις υπέρ του δικαίου. Το δίκαιον όμως, είναι αναλλοίωτον στον χρόνο και δεν μπορεί να τροποποιείται από την διάθεσι του εκάστοτε νομο-θέτη που κανείς δεν έχει ελέγξει την ικανότητά του να θέτει νόμους υπέρ του δικαίου. Δίκαιον και δικάζω (εκ του διχάζω) σημαίνει την διαδικασίαν αποδόσεως στον καθένα αυτών που του αναλογούν και του πρέπουν. Ο δικηγόρος με την σημερινή έννοια δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένας συνθηκο-γνώστης και η δίκη τίποτε παραπάνω από μια συνθηκο-κρισία, όπου οι εκάστοτε συνθήκες δεν συνιστούν απαραιτήτως και δίκαιον. Επιπλέον αγορεύω = ομιλώ στην αγορά (όπου στην αγορά βεβαίως δεν κατέβαιναν για ψώνια αλλά για να αγορεύσουν). Εξ' ου και απ-αγορεύω δηλαδή δεν επιτρέπω σε κάποιον να μιλήσει. (Αυτό που λέμε «απαγορεύεται η είσοδος» λέγεται καταχρηστικώς. Το ορθόν θα ήταν «ανεπίτρεπτη η είσοδος» ή κάτι αντίστοιχο).
Δεν θα ήταν υπερβολικόν να πούμε ότι δεν υπάρχει έννοια που να μην έχει αλλοιωθεί σε σχέσι με την αρχική και πλέον ορθή σημασία της. Απλώς ομιλούμε και συνεννοούμαστε συμβατικώς χάριν της «κοινωνικής προσαρμογής», η οποία κάθε άλλο παρά κοινωνική είναι. Διότι ενώ κοινωνία νοείται εκ των κοινών εκείνων στοιχείων που χαρακτηρίζουν τα μέλη της, σήμερα δεν υπάρχουν κοινά στοιχεία αναφοράς απλώς συμβατική, ανούσια γειτνίασις ανομοιογενών πληθυσμιακών ομάδων. Μέσα λοιπόν στο καζάνι της πολυπολιτισμικότητος βράζουν τα υγιή με τα νοσηρά στοιχεία και βγάζουν ένα «ζουμί» ακατάλληλον προς «πόσιν». Η έννοια «πολυπολιτισμικότης» αποτελεί το αποκορύφωμα της άγνοιας (ή σκοπιμότητος) των σημερινών «λεξιπλαστών» - εξουσιαστών. Κι' αυτό διότι: πολιτισμός = σύνολον στοιχείων προς ανύψωσιν του επιπέδου του ανθρώπου. Παραγωγή και σύνθεσις πολιτισμικών στοιχείων (= πολιτισμού) νοείται μόνον εντός της Πόλεως. Πόλις εκ του « πόλος», είναι ο ελκυστής των Πολιτών, είναι το σημείον όπου πολώνονται οι Πολίτες και ταυτοχρόνως το ίδιο το σύνολον των Πολιτών. Είναι εφεύρεσις αμιγώς Ελληνική. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, όλα τα λοιπά αντίστοιχα δεν είναι τίποτε παραπάνω από οικιστικά συγκροτήματα συναθροίσεως ανθρώπων. Ειδικώς στην σημερινή εποχή, «πόλις» νοείται ένα οικτρό «υδροκέφαλο» σύμπλεγμα τσιμέντου, σιδήρου, ασφάλτου, πλαστικού και καταναλωτών μαζανθρώπων. (Ακούστηκε και το εξωφρενικόν, κατά τα αμερικανικά πρότυπα, ότι δείκτης πολιτισμού είναι η κατανάλωσις και... το ποσόν των απορριμμάτων εκάστου κατοίκου). Ο Πολίτης έχει το δικαίωμα εξασκήσεως των πολιτικών του δικαιωμάτων τότε και μόνον τότε, όταν μετά από απαίτησι των περιστάσεων, μεταβάλεται σε Οπλίτη με υποχρέωσι να προστατέψει την πόλι του και με όρκο να θυσιάσει και την ζωή του ακόμη εάν αυτό χρειαστεί. Εντός των πυλών της Πόλεως ο Πολίτης αισθάνεται ασφαλής και η ασφάλεια αυτή αποτελεί κατάκτησι η οποία διεκδικείται με τα Όπλα εκτός των πυλών της βεβαίως, εάν και όταν απαιτηθεί. Σήμερα αντιθέτως, όλοι οι αντιρρησίες «συνειδήσεως», οι δήθεν ειρηνιστές, ιεχωβαδομανείς θρησκόληπτοι, λουφαδόροι κτλ. απολαμβάνουν τα προνόμια της Πόλεως επειδή κάποιοι άλλοι που θέλουν να τους ονομάζουν «ρατσιστές» και «εθνικιστές» και «φασίστες» και ό,τι άλλο, αγωνίστηκαν, αλλά και είναι έτοιμοι να αγωνιστούν και πάλι γι' αυτόν τον τόπον.
Η υψηλής στάθμης ηθική και εθνολογική παρουσία άλλων λαών, όπως Κινέζων, Ιαπώνων, Ινδών, Ερυθροδέρμων κλπ, κάθε μία εξ' αυτών καθ' όλα σεβαστή και αξιόλογη, (των τελευταιών δε ιδιαιτέρως φυσιολατρική, έτσι δικαιολογείται και η συστηματική εξόντωσις των υπό των «κονκισταδόρων» - ιεροεξεταστών - «εκπολιτιστών») δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Πολιτισμός. Το σύνολον των χαρακτηριστικών στοιχείων εκάστου λαού, όσο υψηλού επιπέδου και αν είναι, μπορεί να ονομάζεται «κουλτούρα» - «culture» εκ του «καλλιεργώ», διότι απλούστατα δεν έχουν Πόλεις (υπό την Ελληνικήν έννοιαν πάντα) αλλά οικιστικά συγκροτήματα.
Κατά συνέπειαν «πολυπολιτισμικότης» δεν υπάρχει εφ' όσον δεν υπάρχουν πολλοί πολιτισμοί.
Ευρύμαχος
Μέρος 4ον: Δομή και Νόμοι Ελληνικής Γλώσσης. Παραδείγματα.
Ως λέξι, νοούμε σύνολο γραμμάτων εκφραζόντων αυτοτελή έννοια. Μόνον στην Ελληνική γλώσσα οι λέξεις έχουν το χαρακτηριστικόν της απολύτου σχέσεως μεταξύ σημαίνοντος και σημαινομένου, δηλαδή αυτό που λένε αυτό εννοούν, πράγμα που έγινε εμφανές στα προηγούμενα.
Επίσης, όλες μα όλες οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας έχουν ένα χαρακτηριστικό. Είναι σύν-θετες. Ακόμη και οι μονοσύλλαβες λέξεις συντίθενται εκ γραμμάτων τα οποία έχουν αυτοτελές νοηματικόν υπό-βαθρον. Η σύνθεσις είναι μία διαδικασία μαθηματικής υφής η οποία ακολουθεί αναλόγους κανόνες, με αποτέλεσμα να παράγει και να κωδικοποιεί τον τεράστιο αριθμό των ελληνικών λέξεων (~6.000.000) με αριστουργηματική δομή και ακρίβεια.
Εν συνόψει (με βάσι και τα προηγούμενα) η κατασκευή μιας λέξεως ακολουθεί το πρότυπο:
ΠΡΟΘΕΣΙΣ (προαιρετικώς) + ΘΕΜΑ + ΚΑΤΑΛΗΞΙΣ
παρά γραφ- ή
ανά γε-γραμ- μένος (γε- πρόθεμα παρακειμένου)
κατα- γραφ- ικός
δια- γραφ- όμενος
επι- γραφ- οποιός
μετα- γραφ- ων
υπο- γραφ- οντας
αντι- γραφ- εύς
Παρενθετικώς κάνουμε μία άμεση σύγκρισι της δομής, στην κωδικοποίησι των ελληνικών λέξεων σε σχέσι με την (ανύπαρκτη) κωδικοποίησι των αγγλικών.
γράφω/ write θέτω/ put βαίνω/ walk
ανα-γράφω/ write on ανα-θέτω/ assign ανα-βαίνω/ climb (go up)
αντί-γράφω/ copy αντι-θέτω/ reverse αντι-βαίνω/ violate
δια-γράφω/ delete δια-θέτω/ dispose δια-βαίνω/ cross
επι-γράφω/ inscribe επι-θέτω/ attack επι-βαίνω/ to board
κατα-γράφω/ register κατα-θέτω/ deposit κατα-βαίνω/ descent (go down)
παρα-γράφω/ annul παρα-θέτω/ set side by side παρα-βαίνω/ to break
Παρατηρούμε ότι δεν υφίσταται καμμία μα καμμία δομή κωδικοποιήσεως ούτε έστω και στοιχειώδους ομοιομορφίας. Η κωδικοποίησις βοηθάει και στην απομνημόνευσι. Έτσι ένας μαθητής π.χ. στα αγγλικά θα πρέπει εκτός των 3 ρημάτων του παραδείγματος να αποστηθίσει άλλα 18. Και λέγοντας αποστήθισι κυριολεκτούμε, διότι αν κάποιος αγνοεί τη λέξη «delete» επί παραδείγματι θα δυσκολευτεί να βρεί μία αντίστοιχη. Αντιθέτως στην ελληνική γνωρίζοντας την δυναμική της προθέσεως «δια» μπορεί έστω και συνειρμικώς να παράξει το «διαγράφω».
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα επιθήματα (-ιστής, -ιστικός, -ισμός, -ινος, -ειδής), τα οποία όταν δεν απουσιάζουν εντελώς, απλώς χρησιμοποιούνται αμετάφραστα.
Π.χ. άνθρωπος / man ή human εκ του λατ. humus = χθών=γη (εκ του χαμαί, χους=χώμα),
ανθρωπ-ιστής / human-ist
ανθρωπ-ιστικός / human-istic
ανθρωπ-ισμός / human-ism
ανθρώπ-ινος / human
ανθρωπο-ειδής / human like ή anthrop-oid με την επί πλέον παρατήρησι ότι για τον Έλληνα ο προσδιορισμός του είδους του προέρχεται από την «υψηλή» έννοια του «άνω» + «θρώσκω» (προς τα άνω ορώ) ενώ για τους λοιπούς Ευρωπαίους από την «χαμηλή» έννοια του «χθονίου-χωμάτινου».
Με βάση τα παραπάνω η Ελληνική γλώσσα καθίσταται ευκολότερη στην εκμάθησί και στον χειρισμό της απ' ότι οι διάλεκτοί της. Αυτό ίσως ξενίζει διότι από μικροί ακούμε ότι «η αγγλική είναι μία εύκολη γλώσσα», ή «η ιταλική έχει εύκολη γραμματική» κτλ.
Η ευκολία όμως δεν είναι συνάρτησις της απλοϊκότητος (κάτι που ισχύει στις λατινογενείς γλώσσες), αλλά της δομής και της κωδικοποιήσεως. Επίσης αυτό σχετίζεται με την στρωτή ροή κατά την εκφορά πολύπλοκων ή μακρόσυρτων εκφράσεων εκμηδενίζοντας την πιθανότητα παρεξηγήσεων και παρερμηνεύσεων, ως και το εύηχον της προφοράς.
Στις περιπτώσεις τώρα όπου δεν φαίνεται η λέξις να μπορεί να ανα-λυθεί περαιτέρω, έρχονται τα επίμερους συνθετικά που είναι τα γράμματα (τα ά-τομα ή ά-τμητα του οργανισμού που καλείται «λέξις») να λύσουν το μυστήριον. Στο κάθε γράμμα εμ-περι-κλείεται το σύνολον των κυρίων ιδιοτήτων και βασικών πληροφοριών που αυτό θέλει να μεταφέρει. Δεν είναι επί του παρόντος να αναφερθούμε σε αυτό το τεράστιο θέμα στο οποίον ο Ηλίας Τσατσόμοιρος είχε κάνει εκτενέστατη, αξιολογότατη και ίσως την πλέον τεκμηριωμένη έρευνα. (βλ. «Ιστορία γενέσεως της Ελληνικής γλώσσας» εκδ. ΔΑΥΛΟΣ) Αξίζει όμως να δούμε δύο-τρία παραδείγματα. Το θέμα γράφ- αναλύεται ως εξής:
ΓΡΑΦ = Γ + Ρ + Α + Φ =
Γ: το χαρακτηριστικόν εργαλείον της χαράξεως (χάραγμα=χαρακτηριστικόν της γραφής)
Ρ: του Ρηματικού-Ρέοντος λόγου της
Α: Ανθρώπινης
Φ: Φωνής
Το ΥΔΩΡ =
Υ : Η Υγρά
Δ : Δύναμις
Ω : η εκ του Ω-ρανού (ΟΟ-Ου/ρανού)
Ρ : Ρέουσα
Η ΟΔΟΣ =
Ο : από συγκεκριμένον χώρον Ο
Δ : Διεύλευσις
Ο : προς άλλον συγκεκριμένον χώρον Ο
Σ : παλινδρομώντας
Το κάθε γράμμα παρατηρούμε ότι εμπερικλείει το σύνολον των βασικών πληροφοριών για το ποιόν του, και εκφράζεται:
· Ως φώνημα, φθόγγος (Ι = ι, Η = χε Ο = ο Ω=οο κλπ.)
· Ως συχνότητα ακουστική επιδρούσα επί των όντων (Ν=ννν νανούρισμα, Κ =κκκ κρότος, Β=βββ βοή κλπ. ) Αποδεδειγμένον ότι η συχνότης του «Νι» επιδρά ευεργετικώς εις την ψυχοσωματικήν ανάπτυξιν των μωρών. Φαναταστείτε μία μάνα να «νανουρίζει» το μωρό της με ήχους όπως «γκρρρρ», «βρρρ» κλπ.
· Ως γραφική παράστασις (Ι= ευθύτητα, Σ = παλινδρόμισις, ταλάντωσις, Ρ = ροή - προσομοιάζον με πίπτουσα σταγόνα κλπ.)
· Ως αριθμός. α' = 1, β' = 2 κ.ο.κ. Η αριθμητική (σημερινά μαθηματικά) είναι γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ όλων των ανθρώπων.
· Ως μουσική νότα. Η μουσική είναι γλώσσα επικοινωνίας μεταξύ όλων των όντων. Στην αρχαιότητα ήταν δεδομένη η ταύτισις γράμματος-αριθμού-μουσικού φθόγγου. Γι' αυτόν τον λόγον ένα μουσικό κομμάτι μπορεί να προκαλέσει αναστάτωσι, χαρά, λύπη κλπ, σε ανθρώπους που αν και δεν ομιλούν την ίδια γλώσσα αντιλαμβάνονται τις ίδιες συχνότητες.
Το εκπηκτικότερον όλων είναι ότι υπάρχει άμεση σχέση όλων αυτών. Το σχήμα τους π.χ. αντιστοιχεί σε κατασκευές που προσομοιάζουν τις ιδιότητές τους. (π.χ. Γ - γύης = άροτρον και χαρακτικόν εργαλείον, Τ - τύπτω - σφυρί, Υ - δοχείον ύδατος.) Ειδικώς για τα φωνήεντα το σχήμα τους αποτυπώνται στο σχήμα του στόματος και των χειλιών (Ο , Ι , Ε) όταν αυτό προφέρεται.
Ακούγοντας ότι κάποιος Ελβετός ερευνητής σε πείραμά του κατάφερε να σχηματοποιήσει τα φωνήεντα εκφέροντας την σωστή προφορά τους με έβαλε σε πειρασμό με έναν φίλο να προβώ σε αντίστοιχο πείραμα. Με την βοήθεια ενός μικροφώνου, ενός ενισχυτή, ενός επίπεδου ηχείου και μικρής ποσότητος κόκκων άλατος που σκορπίσαμε επάνω στο ηχείο, διαπιστώσαμε προς έκπληξίν μας ότι: Προφέροντας τους ήχους Ο, Η, και Ι, οι κόκκοι του άλατος σχηματοποιούσαν τα αντίστοιχα γράμματα επάνω στην επιφάνεια του ηχείου!!! Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να προχωρήσουμε σε περαιτέρω διαπιστώσεις.
Γάλλοι ερευνητές υλοποίησαν πρόγραμμα σε Η/Υ το οποίον μετατρέπει τους φθόγγους σε μουσικές νότες, βάσει διασωθέντος πίνακος όπου εμφαίνονται οι αντιστοιχίες. Θέτοντας λέξεις ή και προτάσεις ολόκληρες το πρόγραμμα τα μετατρέπει σε μουσική. Το εκληκτικόν είναι ότι λέξεις ανορθόγραφες ή με ελλειπή γράμματα βγάζουν ΠΑΡΑΦΩΝΙΑ. Αφαιρώντας το τελικόν «ν» π.χ. από την λέξιν «Άπειρο-ν» το αποτέλεμα ήταν μία απότομη διακοπή της μουσικής ακολουθίας.
Με το ίδιο σκεπτικό δυνάμεθα να «παίξουμε» σε οποιοδήποτε μουσικό όργανο τις σχέσεις (λόγους διαστημάτων) οποιασδήποτε γεωμετρικής ή αρχιτεκτονικής κατασκευής. Επί παραδείγματι ο λόγος «διαγώνιος κανονικού πενταγώνου / πλευρά κανονικού πενταγώνου = φ = 1,618 = «ο αριθμός της χρυσής τομής» ακούγεται μελωδικός σε σχέσι με τον αντίστοιχον λόγον που προκύπτει από μη κανονικόν πεντάγωνον!
Αυτός και μόνον ο λόγος είναι αρκετός για να κατανοήσουμε την αξία της ορθογραφίας, και ότι οι λεγόμενες εξαιρέσεις είναι καθαρά μαθηματικής - μουσικής υφής. Για να καταλάβουμε την έννοια των κανόνων και των εξαιρέσεων είναι σαν να λέμε ότι σε ένα κλάσμα «α/β» τα «α» και «β» μπορούν να λάβουν οποιαδήποτε τιμή από το σύνολον των ακεραίων όπου όμως «β =/0». Διότι το «0» στον παρανομαστή δεν ορίζεται, δεν έχει νόημα.
Βάσει όλων αυτών καταλαβαίνουμε ότι κατ' ουσίαν είναι ΗΛΙΘΙΟΝ εάν όχι ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΝ οι λέξεις ΝΑ ΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΑ.
Εννοείται ότι τα γράμματα ως κατασκευές και οι λέξεις ως συνθέσεις δεν προέκυψαν ξαφνικά. Γενικά θεωρείται ότι τα στάδια της γραφής ακολουθούν την σειρά ιδεογραφική-ιερογλυφική-συλλαβική-φθογγική.
Κατ' εμέ ό,τι συνέβει αλλά και συμβαίνει με όλες τις εφευρέσεις και τις κατασκευές, τα επιμέρους στοιχεία και οι ξεχωριστές τους ιδιότητες συμπυκνώνονται σε ένα ενιαίο σύνολο. Π.χ. δείτε ένα όχημα του 1900 όπου όλα του τα στοιχεία είναι διακριτά (φανάρια, χερούλια, φτερά). Συγκρίνετέ το με ένα όχημα του 2000 όπου όλα αυτά έχουν κυριολεκτικώς ενσωματωθεί σε ένα καλλίγραμμο ενιαίο σύνολο. Αυτό ακριβώς θεωρώ ότι συνέβει και με τα γράμματα.
Κάτι ανάλογο ως προς την «κατασκευή» νέων λέξεων γίνεται σήμερα ειδικώς στην αγγλική π.χ. CD- ROM (Compact Disk- Read Only Memory), DOS (Disk Operating System), NATO (North Atlantic Treatment Organization) ή Ελληνική (ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΗΕ)
Φανταστείτε λοιπόν μεταγενέστερους ερευνητές ύστερα από μια ενδεχόμενη καταστροφή όλων των λεξικών και αρχείων μνήμης του σημερινού πολιτισμού να προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν το σκεπτικό του τάδε ερευνητή ή διοικητικού στελέχους ή αποφάσεως κάποιου οργανισμού.
Σημειωτέον ότι η ύπαρξις μιας λέξεως σηματοδοτεί την ανάγκη εκφράσεως μιας εννοίας. Είναι αδύνατον για κάποιον να εφεύρει ή να κατασκευάσει μία λέξι στην ουσία να ονοματοδοτήσει μία έννοια εάν προηγουμένως δεν την έχει αντιληφθεί. Ονοματίζοντας λοιπόν κάποιος (ο αρχαίος λεξιπλάστης εν προκειμένω) «κάτι», είτε συγκεκριμένο είτε αφηρημένο, σημαίνει ότι γνωρίζει σε τι αναφέρεται. Γνωρίζει τις ιδιότητες και την ουσία του αναφερομένου και δύναται να το περιγράψει.
Εάν δεν το έχει αναγνωρίσει δεν δύναται να το ονοματίσει παρά μόνον να το αντιγράψει.
Εξ' άλλου η λέξις «όνομα» προέρχεται από το ρήμα «γνοέω - γνώναι» = «γιγνώσκω» λατ. «nosco» = «know» αγγλιστί. Έτσι απαντάται και το ερώτημα «γιατί στα περισσσότερα λεξιλόγια του κόσμου βασικές έννοιες ως και οι περισσότερες επιστημονικές έχουν ελληνική ρίζα».
Διευκρινίζουμε ότι πολλοί «λεξιπλάστες» σε πολλές γλώσσες μπορεί να έχουν αντιληφθεί την αυτήν έννοια π.χ. στην κινεζική ή ιαπωνική, με μία διαφορά. Οι «λέξεις» αυτές δεν είναι λέξεις με την σημασία της Ελληνικής, αλλά συμβατικές απεικονίσεις. Σε μία οποιαδήποτε γλώσσα η λέξις «υπουργός» φερ' ειπείν, θα μπορούσε να σηματοδοτηθεί με αναρίθμητους εναλλακτικούς τρόπους.
Ειδικώς και μόνον στην Ελληνική γλώσσα όμως, η ηχητική απόδοσις και η οπτική απεικόνισις (γραφή) ταυτίζεται όχι συμβατικώς με την αποδιδόμενη έννοια αλλά αιτιοκρατικώς. Υπάρχει σαφής σχέσις αίτιου - αιτατού δηλαδή σημαινομένου και σημαίνοντος. Έτσι «υπουργός» = «ο υπό το έργον τιθέμενος», δύναται να αποδοθεί δια της συνθέσεως της προθέσεως «υπό» = «κάτω από» και της λέξεως «έργον» = Ε + Ρ + Γ + Ο + Ν = «Ενέργεια Ρέουσα προς αποτύπωσιν-αναγραφήν (Γράψιμον - χάραξιν) εις συγκεκριμένον Οικείον χώρον Νομοτελειακώς».
Εντελώς αυθαιρέτως βεβαίως, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αντί για «υπουργός» θα λέμε «μίνιστερ» ή «μινίστρος» ή «καλούλης» ή «χοντρούλης» ή «σακδφηγκδφηγεκθρ» ή... όπως αλλιώς. Ναι, θα μπορούσε αλλά ποιο το νόημα;
Συνοψίζοντας τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι τα γράμματα αποτελούν το τελικόν στάδιον μιας εξελικτικής πορείας η οποία συμπυκνώνει τις ιδιότητες και εκφράσεις των πτυχών του κόσμου μας σε απλές αλλά όχι απλοϊκές κατασκευές - βασικά στοιχεία.
Σε αυτό το σημείο έχουμε όλο το δικαίωμα να κάνουμε την εξής αντιπαραβολή. Να αντιπαραβάλουμε την δομή της ελληνικής γλώσσας με την δομή της ύλης:
Και πιο συγκεκριμένα:
ΔΟΜΗ ΥΛΗΣ ΔΟΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΥΠΟΑΤΟΜΙΑΚΑ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ <--> ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ
ΑΤΟΜΑ <--> ΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΜΟΡΙΑ <--> ΛΕΞΕΙΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ <--> ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ <--> ΒΙΒΛΙΑ
ΣΥΜΠΑΝ <--> ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ
Αυτή ακριβώς είναι η δομή της «αρχής της αυτοομοιότητος» που στα μαθηματικά καλείται και «δομή φράκταλς». Κατ' αυτήν την αρχή το εκάστοτε «μέρος» αποτελεί υποσύνολο του εκάστοτε «όλου» το οποίο όμως διατηρεί αυτούσια χαρακτηριστικά του όλου κ.ο.κ.
Δεν έχουμε ακλόνητες αποδείξεις για το ποιοί και πότε έδωσαν αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά στην ελληνική γλώσσα. Οι απόψεις ποικίλουν από εξωγήϊνους ανώτερης ευφυίας μέχρι αμιγώς φυσιολογική διαμόρφωσι στην πορεία των αιώνων. Όπως και να έχει όμως, αυτό που φαίνεται είναι ότι τα γράμματα μεμονωμένα, το αλφάβητον και κατά συνέπειαν η Ελληνική γλώσσα, αποτελούν το ΜΕΓΙΣΤΟ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑ όλων των εποχών.
Για καλύτερη εποπτεία ας συνοψίσουμε τους νόμους της Ελληνικής γλώσσας.
· Τα γράμματα είναι ΣΥΜΠΑΚΤΕΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ δηλαδή αντιστοιχούν σε ΣΥΜΠΑΓΕΣ ΣΥΝΟΛΟΝ αποθηκευμένων πληροφοριών.
· ΟΛΕΣ οι λέξεις της ελληνικής γλώσσας είναι ΣΥΝΘΕΤΕΣ.
· Η λέξις (ΣΗΜΑΙΝΟΝ) βρίσκεται σε πλήρη ταύτισι με την έννοια (ΣΗΜΑΙΝΟΜΕΝΟΝ).
· ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΛΕΞΙΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ παρά μόνον ηχητικά συμπλέγματα, είτε ηχομημιτικά είτε εντελώς συμβατικά.
· Η ΔΟΜΗ της Ελληνικής βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την ΥΛΟΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΔΟΜΗ του Σύμπαντος.
Ευρύμαχος
Πηγή: Αιώνια ελληνική πίστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου